Bananus Bananukus

Date:

Ο Αγαθοκλής ένας θεόρατος υπάλληλος της Δ.Ε.Η. φορούσε πάντοτε μια πράσινη φόρμα. Και στο σπίτι, και στη δουλειά, και στο γήπεδο, και στο καφενείο. Δούλευε στα εξωτερικά συνεργεία και όπως όλοι οι γίγαντες όλων των εποχών, ήταν καλόκαρδος, ήταν καλόψυχος, αλλά είχε ένα κουσούρι. Δεν έτρωγε ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ, μπανάνες. Το θεωρούσε προσβλητικό για ένα γίγαντα να τρώει μπανάνες. Μάλιστα είχε «σαλπίσει» στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα πως όποιος τολμούσε να του προσφέρει μπανάνα, θα τούσπαγε τη ραχοκοκκαλιά σαν καλαμάκι.

Του Θ.Γ. Λουλουδάκη
Απόσπασμα από το βιβλίο “Ιστορίες Χανιώτικες”

Το Αλεκάκι ο γυιός του ακολουθούσε σωματικά τα χνάρια του μουστακαλή πατέρα του. Ψυχικά όμως ούτε κατά διάνοια. Το Αλεκάκι ήταν χέστης. Λίγο να το ζορίζανε έτρεχε να χωθεί στην αγκαλιά του πατέρα του που μαράζωνε, γιατί είχε ένα γυιο κουνελάκι. Όμως άλλαι αι βουλαί των ανθρώπων και άλλα ο Θεός κελεύει. Μια μέρα, που λέτε, συνέβη το αδιανόητο. Το πανταλόνι του Αλεκακιού, ανάμεσα στα πόδια, άρχισε με ραγδαίους ρυθμούς, να φουσκώνει περίεργα. Ο μικρός «τσαντήρωνε» και δεν έλεγε να «ξετσαντηρώσει»

Αγαθοκλής και Αγαθοκλίνα τα χρειάστηκαν. Τα μίλησαν, τα ξαναμίλησαν, μέχρι που αποφάσισαν να ξεδιαλύνουν το μυστήριο. Φώναξαν τον μικρό και του τα κατέβασαν μέχρι τους αστράγαλους. Και τι να δουν; Το πουλί του μεγάλωνε επικίνδυνα και είχε γίνει σαν μια μεγάλη μπανάνα. Αμάν, και τώρα τι γίνεται; σκέφτηκαν με αγωνία. Τρέξανε σ’ όλες τις γιάτρισσες και σ’ όλους τους γιατρούς, αλλά κανένας και καμμιά δεν μπορούσε να λύσει το μυστήριο.

Πήγαν και σ’ ένα ομοιοπαθητικό, αλλά κι’ αυτός σήκωσε τα χέρια. Ο γιατρός φούχτωσε το πράμα του, κύτταξε τον μικρό με επιμονή κατάματα και τον ρώτησε με σημασία. Αλεκάκι, τρως πολλές μπανάνες; Ο μικρός τσίριξε από τον πόνο κι’ έτρεξε να χωθεί στην αγκαλιά του πατέρα του που τον κυττούσε απελπισμένος. Όχι, δεν τρώει μπανάνες διαβεβαίωσε ο Αγαθοκλής, του το έχω απαγορεύσει εγώ από βρεφικής ηλικίας. Όμως το πράγμα δεν μπορούσε να σταματήσει εδώ, αφού σε λίγο ή θάπρεπε να θεραπευτεί ή να χειρουργηθεί ο μικρός εσπευσμένα.

Τι να κάνουν; Ρώτησαν εδώ, ρώτησαν εκεί, μέχρι που μια ξερακιανή τσατσά από το Πάνω Κουμ Καπί τους έδωσε την πληροφορία. Να πάτε στον Δαμουλίγκο τους είπε. Στο Δαμουλίγκο; τη ρώτησαν εκείνοι με δέος και απορία. Ναι, εκείνος ξέρει, εκείνος όλα τα γιατρεύει, διαβεβαίωσε η ξερακιανή που είχε ακούσει για το πρόβλημα της μπανάνας. Τους έδωσε τη διεύθυνση μ’ ένα σημείωμα συστατικό που έλεγε πως και ο Αγαθοκλής, και η Αγαθοκλίνα, και το Αλεκάκι, ήταν καθαροί και μπεσαλήδες.

Μια και δυο, που λέτε, τρέξανε φουντωμένοι κι’ οι τρεις να βρούνε το Δαμουλίγκο. Εκείνος άκουσε το περιστατικό, αλλά ούτε εξέτασε τον μικρό ούτε του τα κατέβασε μέχρι τους αστραγάλους. Δώστε μου το τηλέφωνο σας τους είπε και θα σας πάρω, αφού το ψάξω. Φύγανε προβληματισμένοι και με την τσατσά και με τον Δαμουλίγκο. Θες, σου λέει, αυτή η ιστορία να μας βγάλλει κανά αγγούρι πελώριο;

Και πόσα θα μας ζητήσει ο «γιατρός»; Όμως περίμεναν το τηλέφωνο. Τι άλλο να κάνουν; Και ξαφνικά ντριν ντριν, όχι το τηλέφωνο, αλλά το θυροτηλέφωνο. Ο Δαμουλίγκος, είμαι ο Δαμουλίγκος, έλεγε η φωνή. Του άνοιξαν κι’ εκείνος μπήκε στο μικρό καθιστικό μ’ ένα πιτσιρικά που κρατούσε στους ώμους του ένα σαρακοφαγωμένο μικρό μπαούλο. Ο Δαμουλίγκος το άνοιξε και κάθισε σ’ ένα καναπέ χωρίς να τους πει ούτε καλημέρα.

Έσυρε από μέσα κάτι κιτρινισμένους χειρόγραφους κώδικες και άρχισε να διαβάζει με λαιμαργία. Διάβαζε χωρίς γυιαλιά και ας τα φορούσε. Αυτά είχαν κρεμαστεί στο πηγούνι του κι’ αυτός ρουφούσε, ρουφούσε, ρουφούσε, ρουφούσε τους μυστηριώδεις κώδικες αλαλιασμένος. Και ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά, αναφώνησε χοροπηδώντας BANANUS BANANUKUS, BANANUS BANANUKUS. Τόπε δέκα, είκοσι, τριάντα, σαράντα, πενήντα φορές; δεν ξέρω. Οι άλλοι ξεράθηκαν.

Περίμεναν κάτι πιο συγκεκριμένα, αλλά του κάκου. Σε πέντε μέρες, τους λέει ελάτε να πάρετε το γιατρικό και σε άλλες πέντε να ξανάρθετε, για να μου πείτε τι έγινε με την θεραπεία. Έφυγε μαζί με τον πιτσιρικά με το μπαούλα που τον ακολουθούσε όπως οι μαύροι βαστάζοι τους περιηγητές της Αφρικάνικης Ηπείρου. Τι έγινε με το μικρό; Θεραπεύτηκε. Θεραπεύτηκε τελείως. Ζάρωσε η μπανάνα του και έγινε φυσικό τσουτσούνι. Ξέχασα να σας πω πως ο Δαμουλίγκος έδωσε εντολή στον Αγαθοκλή να ταΐζει μπανάνες τον μικρό κάθε μέρα.

Πού βρήκε τους κώδικες ο «γιατρός»; Τους είχε κλέψει από ένα ερειπωμένο μοναστήρι καθολικό κάπου στην πόλη των Χανίων. Όταν μάλιστα ο Αγαθοκλής τον ρώτησε για την αμοιβή, ο Δαμουλίγκος χαμογέλασε πίσω από τα θρυμματισμένα του γυιαλιά και τους δήλωσε πως για να μη νιώθουν υποχρεωμένοι, θα δεχόταν με χαρά ένα καλαθάκι δροσερά, μυρωδάτα μήλα. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου»

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κοινοποιήστε:

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ | Φωτός

Του Μανώλη Βεληβασάκη, Προέδρου ΠΣΚ Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες...

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Του Αιμίλιου Δασύρα | Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα...

Έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι...