Κάποτε σε μια μακρινή πολιτεία οι περαστικοί, είδαν να καταφθάνει με τις λιμουζίνες της, σε ένα πολυτελές ρεστοράν με πανάκριβα φαγητά και πολυτελή ορχήστρα, μια μεγάλη παρέα με κομψοντυμένους κύριους και κυρίες. Παράγγειλαν στον σερβιτόρο τα ακριβότερα μενού. Όταν ήρθαν στο κέφι, συνεχώς, αγόραζαν καλαθάκια με λουλούδια από το κορίτσι του μαγαζιού και τα πετούσαν στα πόδια της αοιδού.
Του Μανούσου Γ. Δασκαλάκη
Οι σαμπάνιες και τα ουίσκι έρεαν άφθονα και έφερναν σε ευθυμία τους εκλεκτούς συνδαιτυμόνες. Ο απλός κόσμος περνούσε από έξω, τους έβλεπε να διασκεδάζουν και τους περιεργαζόταν χαζεύοντας. Κάποιοι από αυτούς άνοιγαν τις πόρτες και από οίκτο έστελναν με τον σερβιτόρο μεζέδες και φιάλες με κόκκινο κρασί στο πλήθος. Διασκέδασαν οι κύριοι κα οι κυρίες μέχρι τα ξημερώματα έπειτα κάλεσαν τους οδηγούς τους με τις απαστράπτουσες Μερτσέντες, και αναχώρησαν για τις οικίες τους.
Πριν φύγουν όμως έστειλαν τον λογαριασμό στο πλήθος, με το αιτιολογικό ότι «κινδυνεύει η πατρίδα», κι ότι όλοι έπρεπε να συμβάλλουν για την υπεράσπιση της. Το πλήθος απόμεινε αποσβολωμένο να τους κοιτάει, αλλά εντωμεταξύ αυτοί είχαν στρίψει στην γωνία και είχαν χαθεί. Κάθε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι συμπτωματική. Στην Ελλάδα οι πλούσιοι με τα κότερα και τις Μερτσέντες, πάντα και ανελλιπώς στέλνουν τον λογαριασμό να πληρωθεί από τις οφ σορ εταιρείες τους στις νήσους Κέϊμαν.