Γουβερνέτο: Μια επίσκεψη στο ιστορικό μοναστήρι πριν από μισό και πλέον αιώνα

Date:

Κατά το έτος 1946 τότε ως μαθητής της Eκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης στην Αγία Τριάδα Ακρωτηρίου παραμονές Χριστουγέννων μέσα σε ένα σύνολο σπουδαστών πλέον των τριακοσίων άπαντες εχαίροντο και τραγουδούσαν ενόψει των επικειμένων διακοπών των Χριστουγέννων. Χαρά στη δική μου ψυχή δεν υπήρχε καθημερινώς δε και μακρύτερα επορεύετο. Με έτρωγε μονίμως η σκέψη δια ποιο τρόπο θα πήγαινα στο χωριό μου, τόσο πολύ το λαχταρούσα. Εμπόδια πολλά. Κατ’ αρχήν δεν υπήρχε το απαιτούμενο εισιτήριο, η συγκοινωνία ήταν δραματική. Αναγκαστικώς έπρεπε να φύγω δια νυκτός από την Αγία Τριάδα φυσικά οδοιπορικώς) για να προλάβω το λεωφορείο για τα Σφακιά.

Το λεωφορείο εκείνο θα με άφηνε τρεις ώρες μακριά από το χωριό μου πάντοτε νύκτα εν καιρώ χειμώνος αν ήτο κακοκαιρία Τα πράγματα γινότανε περισσότερο δραματικά. Μέσα στην αγωνία μου αυτή συναντήθηκα με ένα φίλο μου συμμαθητή που κι αυτός είχε παρόμοιο πρόβλημα. Καταγωγή του ήταν ένα απομακρυσμένο χωριό της Μεσσαράς στο Ηράκλειο. Εγώ για εισιτήριο ήθελα δέκα δραχμές, αυτός θελε είκοσι δραχμές και δεν υπήρχε δραχμή. Ένα πρωϊνό μου λέει: «Το έλυσα το πρόβλημα, θα μείνουμε εδώ, θα βοηθήσουμε στο μoναστήρι θα μας προσφέρουν τροφή και θα τρέχομε στα θελήματα. Αυτός ήταν και εξαιρετικός ιεροψάλτης. Με αυτόν τον τρόπο μου δήλωσε θα περάσουν οι διακοπές χωρίς να το καταλάβομε.

Αμέσως η σκέψη μας έγινε έργο, κάναμε επίσκεψη. Στον αλησμόνητον σχολάρχην Πέτρον Μαράκη του εκθέσαμε την σκέψη μας. Αμέσως εκάλεσε τον ηγούμενο, έναν ύψηλο, επιβλητικό άντρα όστις ουδέποτε αποχωρίζετο το καλυμαύχιον τον οποίον του έδινε ακόμα περισσότερο ύψος. Ακόμα τα εξώρασα και ο επιστήθιος ταυρός ήτο μονίμως επάνω του, όλα αυτά συναποτελούσαν μια εξωτερική εμφάνιση λίαν επιβλητική. Μονάχα με αυτά τα ορατά εξωτερικά προσόντα είχε εγγραφή τώρα τα τελευταία χρόνια στον λαχταριστό κατάλογο προς αρχιερατείον. Ευτυχώς για ένα ψήφο αστόχησε διαφορετικά θα τον είχαμε Επίσκοπο. Βεβαίως θα υπερτερούσε πολλών άλλων που καμαρώνουν για τίτλους σπουδών.

Με λίγα λόγια ο αλησμόνητος σχολάρχης τον ενημέρωσε για τα καθ’ ημάς τα παιδιά του λέγει το διάστημα των διακοπών θα είναι στη διάθεση του Μοναστηριού. Θα εκτελούν τις διαταγές σας. Του παρέδωσε ακόμα πολλά εφόδια για τις ανάγκες του συσσίτιού μας.

Ο ηγoύμενoς με έκδηλη χαρά είπε το Ναι. Διερωτάμαι πότε αι ευρέθη εξευγενισμένη ψυχή που να αρνείται την ΔΩΡΕΑΝ εργασία χωρίς να εξετάσει προηγουμένως ποια είναι η ανάγκη που υποχρεώνει το συνάνθρωπο να γίνει ΔΟΥΛΟΣ του. Αφθόρμητο ΝΑΙ του ηγουμένου ήτο μαχαιριά στην παιδική ψυχή μας, η οποία ίσως θα παραμένει. Εμείς άλλα περιμένομε. Εμπρόσθεν μας υψωνότανε ένα επιβλητικό σώμα φαντακτερή ενδυμασία αλλά με ΝΕΚΡΑ ψυχή. Μια ζώσα ψυχή πριν αναφωνούσαι το ΝΑΙ ασφαλώς θα ρωτούσε να πληροφορηθεί τι συμβαίνει με τα παιδιά και γιατί δεν αναχωρούν και αυτά για τους γονείς αυτών τότε θα μάθαινε την αιτία και τον πόνο μας, τότε θα πληροφορείτο το ψυχικό μας δράμα ότι δια δέκα δραχμές αποφασίσαμε να καταπιούμε το πικρό ποτήριο της αναγκαστικής εξορίας.

Ήταν λίαν εύκολο για εκείνον να αφαιρέσει τη βαριά ταφόπετρα που πλάκωνε τις παιδικές μας ψυχές. Το μοναστήρι όπως και σήμερα ήταν πλούσιο ΛΙΑΝ. Θα χανότανε αν χορηγούσε τριάντα δραχμές για δυο πονεμένα παιδιά; Δυστυχώς το φρικτό αυτό κατάντημα είναι διαχρονικό εις τις ψυχές πολλών ρασοφορούντων και ιδιαιτέρως των ορεγομένων επισκοπών ή των κατακυριευόντων αυτάς. Τότε ακριβώς η έπαρσις αυτών υπερβαίνει κάθε ύψος αυτομάτως γίνονται πάνσοφοι γίνοταν αετοί και οι υπόλοιποι μιρμίγκια υποποδό τους. Με βαριά καρδιά εγώ και ο φίλος μου διανυκτερεύσαμε στο θάλαμο της διαμονής μας την άλλη μέρα βαθιά χαράγματα ανήσυχα τα γέλια και τα ξεφωνητά και τα τραγούδια των παιδιών που αναχωρούσαν.

Ενδενδυμένα με τα γιορτινά τους ανέβαιναν και κατέβαιναν τη σκάλα της εισόδου του μοναστηριού. Τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ και το πενιχρό «μεταφορικό μέσο»της σχολής έκαναν συνεχώς δρομολόγια Ακρωτήρι -Χανιά και αντιστρόφως. Ο συμμαθητής μου, μου λέει: «Πάμε να δούμε τους αναχωρούντας». Περνώντας έξωθεν του ιερού ναού εις ένα παγκάκι ως συνήθως καθόταν ο πανύψηλος ηγούμενος το χώριστον καλυμαύχη του μακρόθεν εγένετο ορατό. Εκεί απολάμβανε τον αχταριστό ήλιο του Δεκεμβρίου.

Θυμάμαι λίαν καλώς ότι διέμβημεν προσποιούμενοι ότι δεν τον είδαμε και γι’ αυτού του τρόπου δεν είπαμε «Καλημέρα». Βούρκωναν τα μάτια μας ένα ελάχιστο χρειαζόταν να αρχίσουμε τα ξεφωνητά. Βεβαιώτατος είμαι ότι ο ηγούμενος μας πρόσεξε. Λίγο πιο κάτω το δράμα μας έγινε ακόμα χειρότερο. Όλοι οι συμμαθητές μας ήθελαν να μάθουν γιατί εμείς δεν αναχωρούμε. Αυτό που δεν σκέφθηκε ο προ Αρχιερατείαν ετοιμαζόμενος ρασοφόρος δεν σκέφτηκε να ρωτήσει, το ρώτησαν μικρά παιδιά της ηλικίας μας.

Δεν αντέχαμε περισσότερο καταθλημένοι και αμίλητοι γυρίσαμε πίσω. Ο ηγούμενος φυσικά παρέμενε ακίνητος στη θέση του. Στην επιστροφή αναγκαστικά συναντήθηκαν τα βλέμματά μας. Το κλάμα ήτο «επί θύραις» και ο πλέον ανίδεος θα το έβλεπε. Το καλημέρα όμως πάλι δεν το είπαμε, δεν είχαμε την απαιτούμενη ψυχική δύναμη. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας συναντηθήκαμε, λάβαμε υποδείξεις για το διακύνημά μας. Δεν θα απομακρύνεστε από το μοναστήρι. Ανά πάσα στιγμή να είστε παρόντες, έτοιμοι για ότι σας ζητηθεί. Ήλθε η πρώτη ημέρα της «φυλάκισής μας». Ο περίβολος του μοναστηριού γέμισε από ελαιομαζοκτάδες, βοσκούς. Άλογα που άλλες μέρες δε φαινόταν. Έτοιμα για όργωμα και μεταφορά, τότε το αυτοκίνητο ήταν αδιανόητο μέσο φυσικά ο ήλιος έκανε τη συνηθισμένη πορεία του στον ουρανό.

Όταν λειτουργούσε η Σχολή λαμβάναμε λίγο τσάι. Την πρωινή εκείνη ημέρα απολύτως τίποτα. Οι ώρες περνούσαν, ο ήλιος έγερνε στη δύση του. Στην απογοήτευσή μας ακούστηκε η φωνή του ηγούμενου προς τον οικονόμο του μοναστηριού. Γεράσιμε ανά δυο σαρδέλες εις έκαστον παιδί αυτό θα είναι το δείπνο τους. Οι σαρδέλες ήλθαν φυσικά άπλυτες, ψωμί ελάχιστο και ακόμα λιγότερο λάδι. Αυτό ήταν μονίμως το δείπνο μας. Τα μεσημέρια τρώγαμε στη κοινή τράπεζα. Μαζί μας κάθιζαν όλοι οι εργάτες, φωνακλάδες, λασσωιμένoι, έτρωγαν εις δυο ομάδες από κοινή λεκάνη. Δύο φοβισμένα παιδιά εσύροντο στα πόδια τους και ζητούσαν να χορτάσουν την πείνα τους. Τα υπόλοιπα εννοούνται.

Έτσι πέρασε η πρώτη εβδομάδα των διακοπών μας και φθάσαμε την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Εγώ είχα ξεχάσει εντελώς τις εορτές. Ήταν προ παραμονή της πρωτοχρονιάς, ο φίλος μου λέγει βρε Παναγή αύριο είναι πρωτοχρονιά το ξέρεις; Δεν πηγαίνομε μέχρι το Γουβερνέτο να δούμε τι γίνεται και εκεί; Αμέσως αρχίσαμε το έργο της προετοιμασίας, ετοιμάσαμε την ενδυμασία μας, πλύναμε προσεκτικά μονάχα το γιακά στο καλό πουκάμισο, το υπόλοιπο το καλύψαμε με τη φανέλα από μαλλί προβάτου δεν ήταν ορατό.

Το «καλό» παντελόνι το στρώσαμε προσεκτικά στα σανίδια της κλίνης μας να σιδερωθεί μόνο του και να κάνει τη τσάκιση. Λίαν πρωί χαράματα βάψαμε πρόχειρα τα παπούτσια μας και αναχωρήσαμε. Το χάραμα της νύκτας ήταν λίαν υγρό και ψυχρό κατακουρασμένοι φθάσαμε στην είσοδο του μοναστηριού. Ορθάνοικτη η πόρτα το ίδιο και η είσοδος του ιερού ναού, ούτε ψάλτης, ούτε παπάς ορατός, νεκρική σιγή γύρωθεν. Σκεφτήκαμε φαίνεται ότι οι μοναχοί είχαν ολονύκτια αγρυπνία και τώρα κατάκοποι αναπαύονταν. Δεξιά του ιερού ναού ανεβήκαμε δυο ή τρία σκαλοπάτια και εισήλθαμε εις ανώγειον ΜΕΓΑ ΞΕΣΤΡΩΜΕΝΟ και εδώ σιγή απολύτως, ένα τσούρμο από γάτες πάσης ηλικίας αιφνιδιάστηκε με την παρουσία μας και τρομαγμένες ζήτησαν τρόπο διαφυγής.

Αυτοί εκτελούσαν έργον γενικής καθαριότητας, κόκαλα παντού άνωθεν και κάτωθεν των τραπεζιών, πιάτα λίαν ακάθαρτα, κανάτες γεμάτες ή μισόγεμες, κρασί, σπασμένα ποτήρια, τράπουλες χαρτιών ριγμένες και σκόρπιες παντού. Ανυπόφορη οσμή τσιγάρων και κρασιού, τα πάντα μαρτυρούσαν εδώ συνετελέσθηκε αγρυπνία των ΜΟΝΑΧΩΝ προς χάριν της πρωτοχρονιάς.

Γυρίσαμε φεύγοντας και τότε μοναχά αντιληφθήκαμε πίσω από την πόρτα μοναχούς δύο. Ο ένας άνοιξε τα μάτια του, είχε αντιληφθεί την είσοδό μας ο δε έταιρος μακαρίως έλεγχε, είχε ξεκούμπωτο το ράσο του στα γένια του έσταζε κρασί. Ο έχων ανοικτούς τους σωματικούς οφθαλμούς μας έδειξε μ’ ειρωνία τον κοιμώμενον «ρεγχει ο Ιωνας μας είπε» ναι αλλά το πλοίον καταπορίζεται. Αυτή την εντύπωση αποκομίσαμε από την επίσκεψη που κάναμε στην ιερά μoνή Γουβερνέτου την πρωτοχρονιά του Σωτηρίου έτους 1946.

Δια το κάντημα ρωτήσαμε από αξιόπιστα πρόσωπα ότι η «αγρυπνία» αυτή σταθερά ετηρείτο εκάστη πρωτοχρονιά διαδοχικώς. Δια να μην έχουν παράπονα τα ελαιοτριβία. Κάθε χρόνο ένα εξ αυτών άλεθε το ελαιόκαρπον του μοναστηριού εκαστη δε πρωτοχρονιά οι μυλωνάδες με τους μοναχούς τελούσαν την καθιερωμένη «αγρυπνία» και δοκίμαζαν και την τύχη τους στη χαρτοπαιξία.

Τα ανωτέρω αποτελούν κοινό μυστικό εις άπαντα τα χωριά του Ακρωτηρίου. Ας βρεθεί τουλάχιστον ένας Ακρωτηριανός άνωθεν των 75 ετών και να δηλώσει επώνυμα ότι ουδέν γνωρίζει περί τούτου και θα δημοσιεύσω φωτογραφία των λεγομένων μου αρκεί να ορκιστεί στη τιμή του. Αυτά συνέβαίναν «εκείνες τις μέρες. Από τότε άρχισε το ολοκαύτωμα των δύο ιστορικών μοναστηριών με την ευλογία της τοπικής εκκλησίας. Υπάρχει ακόμα και το Γουβερνέτο Νο2 περί αυτού λίαν συντόμως.

Ιερέας Παν. Χιωτάκης, Κορακιές Ακρωτηρίου

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κοινοποιήστε:

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ | Φωτός

Του Μανώλη Βεληβασάκη, Προέδρου ΠΣΚ Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες...

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Του Αιμίλιου Δασύρα | Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα...

Έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι...