ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ: Με το μαχαίρι του

Date:

Γράφει ο Χρήστος Ι. Πετράκης

Η γραφίδα του Σπύρου Μελά είναι μαγική! Καταπιάστηκε με μεγάλες ιστορικές μορφές της Ελλάδας («Ο Γέρος του Μωριά» για τον Κολοκοτρώνη, «Ο Γιος του Ψηλορείτη» για τον Ελ. Βενιζέλο κ.α.) και η διήγησή του έχει τέτοια λογοτεχνική και αφηγηματική δύναμη, που όταν αρχίσεις ένα βιβλίο του, αποκλείεται να σταματήσεις πριν το διαβάσεις! Για τη συγγραφική του ευχέρεια διαβάσαμε κάποτε ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο: Ήταν ο Μελάς σε μια κοινωνική εκδήλωση και μια κυρία του ζήτησε να γράψει ένα χρονογράφημα εκείνη τη στιγμή, δίνοντάς του ένα απίθανο θέμα! Ο Σπύρος Μελάς ζήτησε ολιγόλεπτη άδεια και σε… ένα τέταρτο της ώρας επέστρεψε με ένα αριστουργηματικό χρονογράφημα, γύρω από το θέμα που του δόθηκε!…

Μια από τις κορυφαίες στιγμές του είναι το βιβλίο του «Ματωμένα ράσα» στο οποίο θα βιογραφούνται ο Παπαφλέσσας, ο Γρηγόριος ο Ε’, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Αθανάσιος Διάκος, ιερωμένοι που έδωσαν τη ζωή τους στην υπόθεση της ελευθερίας του Γένους.

Για τον Παπαφλέσσα, περιγράφηκε σε προηγούμενο κείμενο η περιπετειώδης φυγή του από την Πελοπόννησο. Σήμερα θα παρακολουθήσομε πως έγινε ένας από τους Αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας «με το σπαθί του» (ή μάλλον «με το μαχαίρι του»!)

Στο Βουκουρέστι (που ζούσε τότε) «ένιωσε την ανάγκη να ζυγώσει περισσότερο και να γνωριστεί βαθύτερα με τύπους σαν το Ολύμπιο και το Φαρμάκη, ανθρώπους με πλατύτερη καρδία, που θα μπορούσαν να τον καταλάβουνε καλύτερα. Από το άλλο μέρος, θέλοντας ν’ ασφαλίσει τον εαυτό του – μα και για ν’ ασφαλιστεί απ’ αυτόν – έβαλε μάρτυρες στο εξής και συμπαραστάτες στον αγώνα του και στη ζωή του την καρδιά των δυο τούτων παληκαριών. Τους έκαμε αδεροποιτούς τους:

«Ενώπιον του υπερτάτου όντος – γράφουνε στο χαρτί τους – και της αληθούς σοφίας ορκιζόμεθα εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος και του θείου και ιερού ευαγγελίου, το οποίον σήμερον κατανυκτικώς και ευλαβικώς συνασπασάμενοι, αδελφοποιήθημεν, δια να φυλάξωμεν στερεάς και απαραβάτως σώας τας ιεράς υποσχέσεις προς Θεόν, ας ο εις προς τον άλλον εδώσαμεν αποβλεπούσας ολωσδιόλου προς τιμήν και ασφάλεια της μονής φιλτάτης μητρός μας, της δυστυχούς, λέγω, πατρίδος και ημών των ιδίων. Ναι, μα το ιερόν της πατρίδος όνομα, δια την οποίαν και ζώμεν και κινούμεθα. Μα την ανάστασιν αυτής, δια την οποίαν συγκροτούμεν τον θείον τούτον σύνδεσμον».

Και οι τρεις έδωσαν, ο ένας ύστερ’ από τον άλλον, πέφτοντας για την πατρίδα, την ανώτερη κύρωση σ’ αυτό το χαρτί που υπόγραψαν. Ο στυγνός όμως κι αδυσώπητος Αναγνωστόπουλος – αυτός ακριβώς που πέθανε στο κρεβάτι του νομάρχης της λευτερωμένης Ελλάδας – κατάγγειλε την ένωση αυτή των παληκαριών σαν ύποπτη. Η καχυποψία κι ο δασκαλισμός του φαντάστηκε συνωμοσία. Σκόρπισε φήμες πως αυτοί θα κινήσουνε μονάχοι τους την επανάσταση, πως θα καταστρέψουνε την Εταιρία και το έθνος. Ρίχτηκε τέλος άγρια στον Παπαφλέσσα: Παρατηρήσεις, επιπλήξεις, ονειδισμούς με ύφος ανώτερου προς κατώτερο.

Η αδικία τύφλωσε το Δικαίο. Μ’ όση δύναμη πάσχιζε αυτό τον καιρό να πειθαρχήσει στην ιδέα, μ’ άλλη τόση και περισσότερη παραδόθηκε σ’ όλα τα δαιμόνια της ανταρσίας. Τι ήτανε, λοιπόν, αυτός ο σχολαστικός υπαλληλάκος, που κοιτούσε να του φέρνεται με τέτοιον τρόπο; Από πού έπαιρνε την εξουσία; Και τι εξουσία ήταν αυτή πούδινε τα πιστά σε τέτοιους; Έτσι θα τον παραγνωρίζανε σ’ όλη του τη ζωή; Κι έτσι θα κάνανε κατάχρηση του ενθουσιασμού και της υπομονής του; Εταιρία, πατρίδα, θεό, τάσβησε όλα για μια στιγμή. Αποφάσισε τον εαυτό του τον ίδιο. Έκρυψε το μαχαίρι κάτω από το ράσο του και πήγε σπίτι του Αναγνωστόπουλου. Τον βρήκε να γράφει. Έκλεισε την πόρτα. Στον άλλο δεν άρεσε διόλου αυτό. Χλωμός, όρθιος, παρακολουθούσε και το παραμικρό κίνημα του Παπαφλέσσα.

– Κάθησε, αδελφέ και συναπόστολε, του είπε τέλος ο Δικαίος με φωνή παράξενα γλυκιά, σα να μιλούσε σε γυναίκα, και μ’ ένα χαμόγελο διαολικό: Θέλω να εξηγηθούμε για τα μυστήρια της Εταιρίας…

Ο Αναγνωστόπουλος κάθησε, όπως ένας γυμνός απάνω σε καρφιά.

– Εσύ, εξακολούθησε ο Παπαφλέσσας στον ίδιο τόνο, ξέρεις ποια είναι η αρχή της Εταιρίας΄ και φέρεσαι σα νάσαι αρχή. Θέλω, λοιπόν, κι εγώ να την ξέρω και να είμαι κι εγώ σαν εσένα… Θέλω, μ’ άλλα λόγια, να μου πεις την αρχή και να με κάμεις μέλος της. Και όχι μέλος απλό, μα πρώτο!

Ο Αναγνωστόπουλος στριφογύριζε και τιναζότανε στην καρέκλα του σα να του μπαίνανε καρφιά στο κορμί. Δεν έβγαζε άχνα. Ο Δικαίος ξεγύμνωσε ήσυχα το μαχαίρι του.

– Αν δε μου φανερώσεις την πηγή, του είπε στον ίδιο τόνο πάντα, μα στα μάτια του άστραφτε τώρα η απόφαση, αν δε με κάμεις αρχή, θα σε σφάξω τούτη τη στιγμή και θα πάω στο Σουλτάνο να προδώσω τα πάντα! Έτσι και τη ζωή σου θα χάσεις και προδότης θα γίνεις, γιατί εσένα θα βαραίνει η προδοσία που δε θέλησες να με κάμεις αρχή.

Ο Αναγνωστόπουλος κοκκάλωσε. Μια πάγωνε και μια καιγότανε σα να τούχανε βάλει φυτίλια με πετρέλαιο. Για πρώτη φορά έβλεπε μπροστά του έναν άντρα΄ και στη φοβερότερη στιγμή του, όταν έχει αποπάνω τινάξει το ζυγό κάθε νόμου. Τότε κατάλαβε τι αστείο πράμα είναι οι εξουσίες και οι τύπου μπροστά στην καυτερή ουσία της ζωής. Και τότε μονάχα, για μια στιγμή, μισανοίξανε τα μάτια του, να ιδεί πόσο πειθαρχικός είχε σταθεί, με τον τρόπο του φυσικά, ο Δικαίος, που δεχότανε να τον διατάζουν, όταν μπορούσε, όπως του τ’ απόδειχνε τώρα, να διατάζει. Ο Αναγνωστόπουλος παραδόθηκε άδοξα: Του τα φανέρωσε όλα. Του ‘δωσε αμέσως ό,τι ο Παπαφλέσσας είχε πάρει με το σπαθί του: Τον έκαμε μέλος της αρχής. Αλληλογραφούσε στο εξής σαν αρχηγός με τα στοιχεία Α.Μ. κι άλλοτε με το ψευδώνυμο «Αρμόδιος»…»

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κοινοποιήστε:

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ | Φωτός

Του Μανώλη Βεληβασάκη, Προέδρου ΠΣΚ Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες...

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Του Αιμίλιου Δασύρα | Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα...

Έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι...