Τι έγινε και φύγανε οι κάτοικοί της βιαστικά
και αφήσανε τις πόρτες ανοιχτές
τα φώτα αναμμένα….
Τυφλά μεγάλα πουλιά συγκρούονται
μ’ ανοιγμένα φτερά
βαθιά τρομαγμένα.
Η θάλασσα μπαίνει στην πόλη
μεθοδικά βουλιάζει τη στεριά
ένα καράβι με όρνια λεπρά
πλέει απ’ τις πόρτες
ξανοίγεται αργά… αργά…
ΑΡΓΑ
Τα παιδικά μου χρόνια
άκαμπτα παιδιά ξυλιασμένα
τα ξεθάβει ένας κίτρινος σκύλος
συνέχεια τα γυρνάει σε μένα.
…ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ
τα χέρια μου σταυρώνουνε μόνα τους
σαν πεθαμένα. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;
…………………………..
κανένας;
κανένας;
Έναν άσπρο με άμμο δρόμο κοιτάω εμπρός.
Πάλι η ομίχλινη βάρκα με τον πέτρινο φοίνικα
και το μαρμάρινο βαρκάρη.
Ένα παιδί δεν έχει αυτός ο τόπος
ΒΖΖΖΖΟΥΝΒΖΖΖΟΥΝΝΝ
1 παιδί;
έλα να παίξουμε αυτοκίνητο έλα παιδί!…
1 πουλί; τσιουτσιουτσιουτσι έλα
έλα πουλί…
ποια ανθρώπινη ανάμνηση με κρατάει ακόμα εδώ;
Γιώργο;…
ΜΥΡΤΩ;…
Ποιού τρόμου το αδικαίωτο τεκμήριο με φυλάει ΕΔΩ;
Φίλοι μου; Αδέρφια μου; Σύντροφοι;
Γιώργο…
Μυρτώ…
Ποιανού πλανήτη το τέλος το αισχρό
μ’ άφησαν σαν σκιάχτρο να τρομάζω εδώ…
Για δεν περνάω απέναντι
που ο άνεμος λογχίζει τις φωτιές
Μια στάλα σταλαγμίτης έμεινα.
Χωράω σ’ αυτό το άδειο μπουκάλι.
Το πέταξαν ένα παλιό καλοκαίρι
οι φίλοι μου.
Χωράω εκεί να μπω.
Άλλοι
μακρινοί καιροί
που θα ξαναγυρίσουν
το ύστατο Αλληλεγγύης Σ.Ο.Σ.
να αποκρυπτογραφήσουν.