Ο Μικροπωλητής

Date:

Γράφει ο Δημήτρης Τυραϊδής*

Όπως το αδέσποτο σκυλί ψάχνει απεγνωσμένα να βρει μιαν απόμερη γωνιά να γλιτώσει τις κλωτσιές και τα γιουχαΐσματα από τους ασυνείδητους και βάρβαρους διώκτες του, με έντονα ζωγραφισμένο τον πόνο στο πρόσωπό του, αμήχανο, έτσι κι ένας μικρός πλανόδιος μικροπωλητής έψαχνε να βρει τη δική του απόμερη γωνιά ν’ απαγκιάσει.

Δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι χρόνων. Μελαμψός, με σγουρά μαλλιά και με μάτια που έλαμπαν περισσότερο από την αστραπή οι ματιές τους, έψαχνε να εντοπίσει το κατάλληλο μέρος να σταματήσει.

Δεν άργησε πολύ η αναζήτηση. Κάποια στιγμή σταμάτησε σε ένα σταυροδρόμι αρκετά μεγάλο και με κινήσεις που έμοιαζαν περισσότερο με κουρδισμένο ρομπότ, σε λίγα λεπτά άπλωσε την πραμάτεια του, βγάζοντάς την από ένα σακίδιο που κουβαλούσε στην πλάτη του κάτω στο πεζοδρόμιο. Δεν έχασε καθόλου καιρό κι άρχισε να καλεί τους περαστικούς με σπαστά ελληνικά: «πάρτι, κυρία μου, φτηνί πράγματι» κ.ά. έλεγε και ξανάλεγε. Όταν τύχαινε να πουλήσει κάτι, η ικανοποίηση απλωνότανε στο πρόσωπό του τόσο έντονη, που με λόγια δεν περιγράφεται.

Δεν χρονομέτρησα πόση ώρα ήταν σε κείνη τη γωνιά, ήταν όμως πάντα ανήσυχος. Η ικανοποίηση δε, όταν πουλούσε κάτι, δεν κρατούσε για πολύ, λες και κάποιο αόρατο χέρι του την αφαιρούσε. Μέσα σε λίγες στιγμές επανερχότανε στο πρόσωπό του η ανησυχία και η θλίψη. Σε κάποια στιγμή, σαν το ελάφι που εκεί που βόσκει αμέριμνο στο ξέφωτο του δάσους και μόλις αντιληφθεί τον κίνδυνο, χάνεται σαν αέρας να γλιτώσει από τα κοφτερά δόντια του πεινασμένου διώκτη του, έτσι και ο μικρός μας ήρωας για πότε μάζεψε την πραμάτεια του και χάθηκε μέσα στο πλήθος, δεν το κατάλαβα. Στη συνέχεια, σταμάτησε σε ένα παγκάκι, άναψε ένα τσιγάρο και περίμενε – μάλλον – να περάσει κάποιος κίνδυνος.

Σε κάποια στιγμή, σηκώθηκε πάλι και ξαναγύρισε στο μέρος που ήταν πρώτα, άπλωσε πάλι την πραμάτεια του και συνέχισε πάλι σαν και πρώτα: «πάρτε, κυρία μου, φτηνό γυαλιά, καλή φακό έχει» κ.λ.π.

Η περιέργεια περισσότερο και ο απεριόριστος χρόνος που είχα στη  διάθεσή μου, μ’ έκανε και παρέμεινα εκεί κοντά, καταγράφοντας σαν κατάσκοπος όλες τις κινήσεις του μικρού μικροπωλητή.

Κάποια στιγμή τον πλησίασα, κοίταξα την πραμάτεια του και εφόσον πείστηκε ότι κάτι θα έπαιρνα, μου είπε κάπως επιφυλακτικά «πάρεις κύριε, κάτι, έχει φτηνό ζώνη, πουρτοφόλι» κ.α., κοιτάζοντάς με σε όλη τη συνομιλία μας στα μάτια. Τον ρώτησα «έχεις άδεια γι’ αυτό που κάνεις, κύριε, πως σε λένε;». Μου είπε πως τον λένε Μοχάμετ και από ποια χώρα είναι. Κίτρινος τώρα, μάλλον μαυροκίτρινος από το φόβο του, κοιτάζοντάς με με πολύ πονεμένη ματιά, μου είπε, ξεροκαταπίνοντας: «όχι, ντεν έχει άντεια. Ξέρει, εσύ ασφάλεια είσαι» και πήγε να μαζέψει την πραμάτεια του, λέγοντάς μου πικραμένα «όχι πάλι κρατήριο, ντεν έχει άντεια, ξέρει κύριε» και την αγωνία του τη σταμάτησα εκεί.

«Δεν είμαι ασφάλεια» του είπα, «έτσι ρώτησα». Ήρθε πάλι το χαμόγελο στα χείλη του και η χαρά απλώθηκε και πάλι στο μελαμψό πρόσωπό του.

«Και πως βρέθηκες εδώ;» τον ρώτησα. «Αν θέλεις μου λες. Αν δεν θέλεις, μη λες τίποτα».

«Άραβο είμαι» είπε. «Και πώς βρέθηκες εδώ;» τον ξαναρώτησα και μου απάντησε με ύφος τόσο πονεμένο, σαν το ύφος λαβωμένου ζαρκαδιού «πόλεμο, κύριε, ορφάνια, όχι ντουλειά. Ήρθα εντώ καλύτερα ζήσω».

Πήρα κάτι, λέγοντάς του «κάνε τη δουλεία σου και καλή τύχη». Επίσης, του είπα να προσέχει και να σέβεται τους πολίτες της χώρας που τον φιλοξενεί κ.ά.

Πηγαίνοντας για την οικία που έμενα, σε όλη τη διαδρομή έφερνα στο νου μου χιλιάδες ορφανά προσφυγόπουλα εγκαταλελειμμένα στους δρόμους παλεύοντας κάτω από άθλιες συνθήκες να επιβιώσουν.

Κάποια στιγμή, τον ήρωα μας τον θεώρησα και τυχερό, γιατί είχε και τη μικρή του πραμάτεια, άσχετο από πού την είχε προμηθευτεί.

Έφερα στο νου μου ορφανά κορίτσια, ανήλικα πολλές φορές, που γίνονται βορρά ορισμένων ασυνείδητων τερατανθρώπων, και μύρια άλλα αθώα παιδιά που βασανίζονται πολλές φορές μέχρι θανάτου για διάφορους λόγους, από τους «προστάτες τους» κι ερωτώ: Σε τι φταίει ο μικρός πραματευτής;

Λένε πολλοί ότι πήραν τις δουλειές των εργαζομένων μας. Επίσης, λένε ότι κλέβουν και ότι έχουν φέρει εν πάσει περιπτώσει πολλά δεινά στη χώρα μας. Δίκαιο έχουν όλοι. Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Πρέπει να τους μαζέψουμε όλους και να τους ρίξουμε στη θάλασσα; Ή πρέπει να βγούμε παγανιά και να λέμε «τι είσαι εσύ, Άραβας; Στα λιοντάρια!». «Εσύ τι είσαι; Αλβανός; Στην πυρά!» κ.ο.κ.

Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει λύση. Δεν είμαι εγώ όμως, εκείνος που θα τη βρω, απλά γιατί δεν ξέρω ποια είναι. Εκείνο που ξέρω να πω, είναι ότι οι όποιες λύσεις στα προβλήματα των μεταναστών, πρέπει να δοθούν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Και βέβαια δεν είναι η Ελλάδα μας ξέφραγο αμπέλι. Όμως, το να τους βρίζουμε και να τους φερόμαστε με βαρβαρότητα, μόνο λύση δεν είναι αυτό. Και τελειώνω το σημερινό μας άρθρο, αγαπητοί μου, προσθέτοντας τα πιο κάτω. Εγώ πιστεύω, ότι αν δεν γίνει σωστή και δίκαιη κατανομή του πλούτου του πλανήτη μας, και ισόρροπη ανάπτυξη των χωρών, τα προβλήματα των μεταναστών δεν θα λυθούν ποτέ. Πάντα θα υπάρχουν μετανάστες και περιπλανώμενοι για ένα καλύτερο αύριο από χώρα σε χώρα, σαν τους τσιγγάνους, μαζί τους θα κουβαλούν και τα προβλήματά τους, που – θέλουν, δε θέλουν – οι λαοί των χωρών που εγκαθίστανται, θα καλούνται να βρουν τη λύση τους.

* Συγγραφέας – Ποιητής

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κοινοποιήστε:

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ | Φωτός

Του Μανώλη Βεληβασάκη, Προέδρου ΠΣΚ Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες...

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Του Αιμίλιου Δασύρα | Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα...

Έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι...