Ομιλία της Βαρβάρας Περράκη στην εκδήλωση για την αναγόρευση σε επίτιμο δημότη του Antonio Tabucchi

Date:

«Οι άνθρωποι, τα ταξίδια, οι μνήμες και οι τόποι του Antonio Tabucchi»
Ομιλία της Βαρβάρας Περρακη στην εκδήλωση για την αναγόρευση σε επίτιμο δημότη  του ANTONIO TABUCCHI, ΜΕΓΑΛΟ ΑΡΣΕΝΑΛΙ, 28/5/2011

«Δαπανηρή ιδέα ο βίος
Ναυλώνεις έναν κόσμο
Για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας»
Κική Δημουλά

«Φυσικά κι ονειρεύομαι.
Ζει κανείς μόνο μ’ έναν ξερό μισθό»
Κική Δημουλά

«Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
Να εύχεσαι να΄ ναι μακρύς ο δρόμος,
Γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις».
Κωνσταντίνος Καβάφης

Στίχοι από δύο Έλληνες που κατά την ταπεινή μου άποψη θα μπορούσαν να είναι βασικοί άξονες για να μιλήσει κανείς για το έργο του Αντόνιο Ταμπούκι, ο κύκλος της ζωής, τα όνειρα και το ταξίδι. Στενοχωριέμαι που δεν μιλάω ιταλικά, παρά έχω κάτι μνήμες ελάχιστες λατινικών.

Φοβάμαι τη φτώχια της ομιλίας μου μπροστά σ΄ έναν τόσο μεγάλο συγγραφέα και διανοητή. Και του ζητάω εκ των προτέρων να με συγχωρήσει για το θράσος μου, να χωρέσω σε 15 λεπτά, τα θαύματα της συγγραφικής του ζωής, που δε χωράνε και δε βολεύονται εύκολα.

Ένας Ιταλός ανάμεσα μας

Ένας συγγραφέας μαζί μας

Ένας Άνθρωπος σαν κι εμάς

Που σκέφτεται, πονάει, γελάει, λυπάται, διαμαρτύρεται, ονειρεύεται, ερωτεύεται, λαχταράει, ποθεί, θυμάται και γράφει.

Ένας παγκόσμιος πολίτης,

Ένας λάτρης της Ελλάδας, της Κρήτης, των Χανίων.

Καλώς ήρθατε κ. Ταμπούκι

Δεν μιλώ τη γλώσσας σας. Ενώ εσείς μιλάτε και τη δική μου, γιατί είσαστε συγγραφέας,

άρα μιλάτε τις γλώσσες όλων των ανθρώπων.

Ένας συγγραφέας, με πατρίδα τη μητρική του γλώσσα αλλά και με πολλές πατρίδες, πλεονέκτημα βέβαια, όπως δηλώνει και ο ίδιος. Ταξιδευτής και περιηγητής του έξω και του μέσα μας.

Τσιμπολογάει τη χαρά και τη λύπη.

Ερωτευμένος με την Κρήτη, βιώνει κάθε φορά και με κάθε ευκαιρία την εμπειρία της.

Με μία προσέγγιση του αρχετυπικού, του ελληνικού πολιτισμού, γνώστης της ελληνικής κουλτούρας, ψηφίζει τη ζωή και νοιάζεται και ανησυχεί για την καθυστέρηση της έλευσης της δικαιοσύνης στον κόσμο όλο.

Με μία σταθερά επίμονη αίσθηση ότι η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή, γράφει με πολλά είδη γραφής, με μια ρευστότητα, νομίζω για το καλό μας, με μια μοντερνικότητα, πρόταση λογοτεχνίας, γιατί και ο αιώνας μας είναι ρευστός και αβέβαιος και γιατί όλα αλλάζουν γρήγορα, βιάζοντας τον χρόνο, μέχρι να τον καταργήσουν, χωρίς να προλαβαίνουμε να χτίζουμε αναμνήσεις, γιατί δεν προλαβαίνουμε να ζήσουμε, για να θυμόμαστε.

Και ξέρουμε καλά ότι όταν όλα μας τα παίρνουν τόσο βίαια, τότε η προσωπική μνήμη είναι ο μόνος αποθηκευτικός χώρος της λύτρωσης, το καταφύγιο της ευαισθησίας, η πηγή της έμπνευσης, το βιωμένο και το όνειρο του αβίωτου, δηλαδή εμείς, δηλαδή η πηγή του συγγραφέα, που μας κλέβει στιγμές ζωής για να τις κάνει λογοτεχνία, δηλ. τέχνη που χαρίζει την αθανασία στον θνητό άνθρωπο.

Ο ίδιος το ομολογεί ότι κλέβει πραγματικότητες και γεννιέται έτσι η ιστορία του, η μυθοπλασία του, οι χώροι του, οι ήρωες του σε μια αέναη προσπάθεια κατανόησης του ανθρώπου.

Του αρέσει ο Καβάφης, γιατί γράφει ποίηση χωρίς σύνορα, τον κάνει οικείο του η οικουμενικότητα του, το πεπρωμένο του. Νιώθει αμηχανία στην υπερβολική έκθεση και γράφει χαμηλόφωνα, ερωτηματικά, με μια μετριόφρονα ανασφάλεια που τον οδηγεί το αβέβαιο που γεννά  η κατάδυση στη γνώση και στην επίγνωση του μάταιου.

Παρεμβατικός, με πολιτικά ώριμη συνείδηση, αρθρογραφεί, όταν βιάζεται και γράφει βιβλία, όταν ξέρει και πιστεύει στην αργή επίδραση πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό.

Συμφωνεί με τον Ρολαν Μπαρτ ότι η λογοτεχνία προσπαθεί να καταλάβει κάτι το οποίο δεν θα καταλάβει ποτέ και πιστεύει ότι η τέχνη του λόγου φωτίζει το σκοτάδι, χωρίς να μπαίνει σε καλούπια.

Αν η λογοτεχνία είναι παρηγοριά, λύτρωση, καταφύγιο, ξύπνημα, ταξίδι, σκοπός ή και διασκέδαση, τότε ο συγγραφέας πατάει στην προλογική γνώση, μυθοποιεί τις λεπτεπίλεπτες ζωές των ανθρώπων κι αρπάζει την ευκαιρία να γίνεται ένας άλλος, μας την προσφέρει  και γινόμαστε κι εμείς «άλλοι», κι αρχίζει το ταξίδι.

Σε μια μικρή ζωή, το έργο του Ταμπούκι είναι σαν πρακτορείο ταξιδίων για άλλους τόπους αλλά και για τις εσωτερικές διαδρομές μας, κυρίως.

Ο ίδιος στο «Λογοτεχνίας εγκώμιο» αναρωτιέται αν γράφει για να ξεφύγει από τον φόβο του θανάτου ή της ζωής, ή για την νοσταλγία ή για να δραπετεύσει από το γρήγορο πέρασμα του χρόνου, αν γράφει από θλίψη, ενοχές, ανεκπλήρωτα ή για το παιχνίδι και αθώο κίνδυνο του, αλλά σίγουρα σταματάει εκεί που αρχίζει το μυστήριο της ζωής.

Στα γραπτά του το τέλος είναι αβέβαιο, ίσως και ανύπαρκτο, αναμενόμενο ή τετελεσμένο, αφού  η αναζήτηση είναι ο σκοπός, τα πρόσωπα είναι μόνο η αφορμή και νομίζω ότι βρίσκεται σε μια διαρκή και αδιάσπαστη συνομιλία με τον εαυτό του, τινάζοντας στον αέρα όλες τις βεβαιότητες και τότε το τέλος συμπίπτει με την αρχή, σ΄ ένα χρόνο που αλληλοδιαπλέκεται το συμβάν, η μνήμη και η συνείδηση.

Ίσως έτσι η λογοτεχνική παραμυθία να είναι η καβαφική «νάρκης του άλγους δοκιμή» συνεπικουρούμενη από τη μνήμη, γιατί «χωρίς σεβασμό στις μνήμες μας ακρωτηριαζόμαστε».

Ο Ταμπούκι γίνεται με αυτόν τον τρόπο ένας ιστορικός του χρόνου, προτείνοντας όπως γράφει και ο ίδιος «μια μικρή αιωνιότητα τσέπης».

Οι τεχνικές του είναι ο μύθος, η μετάβαση, η αυτογνωσία, η λύτρωση και η αλήθεια γιατί ταξιδεύει στον τυπικό, το συλλογικό και τον ατομικό χρόνο με τη δική του αυτοσχέδια μηχανή, καταργώντας τη στερεοτυπική φθαρτή σύλληψη του χρόνου, ως έννοιας και μεγέθους που αποτελεί την παντοτινή ανθρώπινή φυλακή. Έτσι προτείνει πολλές ζωές, χωρίς καμία μεταφυσική αντίληψη, αλλά μόνο με πισωγυρίσματα μια λογοτεχνικής πραγματικότητας, μέσα στην οποία συμπεριλαμβανόμαστε όλοι.

Μας περικλείει ο Ταμπούκι και μας περιβάλλει γιατί μάλλον γνωρίζει άριστα όλες τις διαστρωματώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού.

Ίσως έτσι εξηγείται και η αποφθεγματικότητα της γραφής του, με τα δοκιμιακά διαλείμματα, εκεί όπου παίρνει το χώρο και το μερίδιο της η φιλοσοφική ενατένιση και η υπαρξιακή αναζήτηση του συγγραφέα.

Εκεί όπου η πένα του περιγράφει και εμβαθύνει στα καθημερινά αθέατα, κι όπως υποστηρίζει ο μεταφραστής του Ανταίος Χρυσοστομίδης, συναντώνται «ο άπειρες δυνατότητες της πραγματικότητας με την καθημερινή μεταφυσική της ανθρώπινης σωθηκής», αναδεικνύοντας τη συνθετότητα του ανθρώπινου όντος μέσα από την απλότητα.

Μια λογοτεχνία λοιπόν που θέτει ερωτήματα. Αυτό είναι το είδος που διαλέγει ο Ταμπούκι και αυτό υπηρετεί.

Έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον χρόνο, δηλ. την υποκειμενικότητα της θεώρησης του και του υπολογισμού του.

Στα γραπτά του, στα περισσότερα, επικρατεί ο συνειρμικός λόγος γιατί από το «χωνί της ψυχής» βγαίνουν, αναδύονται όνειρα και βιώματα, με μικρές λεπτομέρειες, βαθιές ανάσες ζωής, φωνές και λόγια ανείπωτα, ήχοι από παλιά του ανθρώπου του μυστηριακού, του ανεξερεύνητου, του απέραντου, του ατέρμονου, του μοναδικού, του άλλου.

Θραύσματα, στιγμές, βλέμματα, σκέψεις, επιθυμίες, πάθη, σε μια διαδικασία ανασκαφής και τότε η ζωή σίγουρα δεν είναι αρκετή κι εμείς δεν προλαβαίνουμε να την πούμε, να τη δούμε, αλλά με τη λογοτεχνία του μας δίνει εκδοχές, όψεις, τα αδύνατο γίνεται δυνατό, καταλύοντας το χρόνο, όχι με τα λόγια του ανέμου, για να έχουμε αντοχή για τη ζοφερότητα της πραγματικότητας.

Στην εποχή της κλέφτρας εικόνας, ο Ταμπούκι δίνει το μύθο με το έμπα και το έβγα του συνειρμού, διευρύνοντας τον χωροχρόνο, απλώνει τις λέξεις του, προτείνει ένα πιο ευρύχωρο σύμπαν και έτσι η γραφή του μας χωράει όλους με εξομολογητική διάθεση, ειλικρίνεια, στους τόνους που αντέχει η ψυχή και το μυαλό μας, δηλαδή χαμηλόφωνα.

Έτσι αντιστέκεται στη σύγχρονη βιασύνη του προώρου τέλους και της τελειότητας, διαλέγοντας να συγκινείται από το ατελές.

Αποφθεγματικός, ενίοτε, λόγος, σπαρακτικός κάποιες άλλες, άρα διαρκής, παντοτινός και πανανθρώπινος. Οι υπαρξιακές του ανάγκες, ακόμα και των πολιτικών ζητημάτων που θέτει του δίνουν την ιδιότητα ενός ιχνηλάτη, ενός ανιχνευτή που ταξιδεύει στο κέντρο του ανθρώπινου ψυχισμού και τότε νιώθει κανείς ότι αν εμπειρία είναι η επιθυμία, τότε ο Ταμπούκι είναι εκεί

Ο Αντόνιο Ταμπούκι είναι ένας μεστός συγγραφέας.

Δε διστάζει, όπως δηλώνει, να λερώνει το πουκάμισό του με λεκέδες από λίπος, από αίμα, δηλαδή λεκέδες, ίχνη και αποτυπώματα και αποδείξεις μίας συνείδησης λογοτεχνικής σε πλήρη εγρήγορση.

Προτιμάει όμως τους λεκέδες από λάδι, αν αυτό μας λέει κάτι, σ’ εμάς τους Κρητικούς, τους Μεσογειακούς, τους συγκάτοικους των Ιταλών και των Πορτογάλων, αφού ο Ταμπούκι ζει και μία πορτογαλική ζωή.

Γνωρίζει την αρχή και το ύφος των ονείρων των     και των ταξιδιών τους, δηλαδή ένας σύγχρονος Παυσανίας της απέραντης ανθρώπινης αλλά και της συμβατικής γεωγραφίας.

Πολιτικό όν κατά, κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη, ξέρει τη δυναμική του ανθρώπινου χαραχτήρα και την αδύναμη κοινωνική και     πραγματικότητα.

Αν η φαντασία, λοιπόν, είναι μία μορφή πραγματικότητας, τότε η λογοτεχνία τους τρυφερή,  μελετάει  την κανονικότητα του ανθρώπου.

Ακόμα κι όταν γράφει για την τρομοκρατία ή τη δικτατορία του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία ή ανησυχεί για την Ιταλική δημοκρατία και την τηλεοπτική ευθύνη της διαφθοράς, δε λαϊκίζει, δεν απαντάει με ευκολία αλλά τοποθετείται με φιλοσοφική διάθεση, εχθρός δηλωμένος της ευκολίας και του απλοϊκού.

Μας γνώρισε τον Πορτογάλο ποιητή Πεσσόα και μελέτησε την τεχνική της ετερωνυμίας του, της προσποίησης, της παραδοξότητας, της προσπάθειας να νιώθει κανείς μ’ όλους τους τρόπους.

Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να μη γίνεται εμμονή η μοναξιά, αυτός της νοσταλγίας και της πολυπροσωπίας, συνάντησης του εσωτερικού με το εξωτερικό τοπίο, της συνύπαρξης της υπαρκτής πραγματικότητας με τη διανοητική.

Έτσι το παράδοξο, η ειρωνεία και η ετερωνυμία γίνονται για τον Πεσσόα θεραπεία μοναξιάς αλλά επηρεάζουν καθοριστικά και τη συγγραφική πορεία του.

Σε αυτή λοιπόν τη μεγάλη κοιλιά, όπως λέει κι ο ίδιος, της λογοτεχνίας φαίνεται να χώρεσε και η     και ειδικότερα, κι αυτό μας τιμάει, η Κρήτη και τα Χανιά.

Ο Κρητικός Αντόνιο Ταμπούκι είναι μαζί μας.

Τι τον τραβάει στον τόπο μας;

Η ανάγκη του;

Η εμμονή του στη λεπτομέρεια;

Η αναζήτηση του δικού του χρόνου;

Το ταξιδιάρικο πνεύμα του;

«Στην Κρήτη αναγνωρίζεις ακόμα και σήμερα το πνεύμα της Μεσογείου. Έχει διατηρηθεί η καρδιά της Μεσογείου. Ξαναβρίσκεις τις ρίζες και ορισμένες αξίες του μεσογειακού πολιτισμού, ακόμα και στις σχέσεις των ανθρώπων: Την πίστη, την περηφάνια, την εμπιστοσύνη, σε μία εποχή που όλα είναι αβέβαια και ρευστά», δηλώνει ο ίδιος, βλέπει καθαρά. Η Κρήτη «μέρος που θα άρεσε σε ποιητές».

«Ένα δίχτυ συρόμενο ανεμότρατας. Και σ’ αυτό το δίχτυ ψάχνει τις τρύπες».

Είτε στη Γαύδο, είτε στο Θέρισο, γίνεται ένα με το τοπίο. Με αίσθηση φωτογραφικού στιγμιότυπου, σε διαδρομές ψυχικές ανάμεσα στο παρόν και στον παρελθόν, εμπνέεται, ταυτίζεται, αναζητάει τις μυστηριακές δυνάμεις του τόπου μας, γεύεται τα προϊόντα του, το φυσικό τοπίο, ταυτίζεται με το ανθρώπινο. Χρώμα ελληνικό.

Επιστολική Γραφή, το χτες και το σήμερα σε μία παράξενη διαπλοκή, το όνειρο και η μνήμη συγχέονται με την πραγματικότητα, ο λαβύρινθος, αρχαίος, όσο και η Κρήτη, φαίνεται να επηρεάζει τη γραφή του.

Η Κρήτη έναυσμα για φιλοσοφικές και υπαρξιακές παρατηρήσεις.

Η Κρήτη του Ταμπούκι, σχεδόν αρχετυπική. Είναι άλλο ένα ταξίδι με όχημα το μυαλό και την ψυχή.

Σημείο συνάντησης, με αγαπημένους ανθρώπους.

Το Δώμα, οι φίλες του, η ελληνική κουλτούρα, οι ποιητές, η ιστορία, οι ήρωες των τραγωδιών, ο Όμηρος, γίνονται πια βίωμα και σταθερό σημείο αναφοράς και διαρκούς επιστροφής.

Αισθάνεται σα στο σπίτι του.

Ερεθίζεται από τη δριμεία απλότητα του τοπίου.

Η Κρήτη για τον Ταμπούκι είναι το παρελθόν της παλιάς Ευρώπης,    είναι η αλήθεια.

Οι γεύσεις, οι μυρωδιές, η ελιά δέντρο – σύντροφος  και  τροφός των Κρητικών, σύμβολο μίας ολόκληρης ράτσας, τα βότανα, οι άνθρωποι, τα βουνά… τα ποτάμια, η θάλασσα.

Στέκεται, αφουγκράζεται, αναγνωρίζει πρόσωπα, ανακαλύπτει τη μυστική διαδρομή στο χρόνο και αναδεικνύει τη διαφορετικότητα για να φτάσει στη ρίζα της ομοιότητας των ανθρώπων.

Δεν είναι ταξιδιωτική λογοτεχνία αλλά η κατάδυση στον ψυχισμό του έμψυχου τοπίου και στη διαπίστωση μίας αρμονίας που επαναφέρει τον άνθρωπου στα αρχικά σχήματα και ερωτήματα.

Είναι το ταξίδι της ίδιας της ζωής.

Έτσι ο Ταμπούκι δικαίως πολιτογραφείται σήμερα Χανιώτης.

Υπάρχει πολλή Ελλάδα στο έργο του Ταμπούκι. Είναι ο ορίζοντας όταν κομματιάζεται από το ουράνιο τόξο, είναι οι Κούροι,  είναι οι γέροι και οι γριές των χωριών, είναι η θάλασσα και τα βουνά μας, είναι οι κληματαριές και τα πλακόστρωτα και οι μικρές πλατείες, είναι οι λαβύρινθοι των δύσκολων σχέσεων…

Ένας έρωτας είναι το συναίσθημα του συγγραφέα για την Κρήτη ριζωμένο βαθιά, όσο βαθιές είναι οι καταβολές στο παρελθόν του Μίνωα. Εκεί στην αρχή της αρχής μας. Ο συγγραφέας διεκδικεί την ελληνικότητά του. Θέλει και είναι κομμάτι αυτής της γης. Τη νιώθει και τη βιώνει σε όλες τις εκφάνσεις της, στα χρώματα, στις ηδονές, στις αγωνίες της.

Με όλες του τις αισθήσεις, την κατοικεί και ανακαλύπτει τις αθώες εκδοχές της.

Από την Ελλάδα, ο ταξιδευτής Ταμπούκι αποφασίζει και παίρνει το ιδιαίτερο μειδίαμα την αγαλμάτων, που μοιάζει μ’ αυτό της Μόνα Λίζα, όπως δηλώνει, γιατί του αρέσει η φιλία ανάμεσα σε αυτά τα δύο χαμόγελα.

Έχει μεγάλες τσέπες για να βάλει τις αναμνήσεις. Και μεγάλη καρδιά για να ‘χει ένα τέτοιο συναίσθημα, για τη ζωή και τον έρωτά της.

Έχοντας κάνει το γύρο της γης, ανήκει σ’ αυτούς που προσπαθούν ακόμα για την ελπίδα.

Μέσα από το δύσκολο μονοπάτι μίας λογοτεχνικής γραφής χωρίς κατηγοριοποιήσεις, χωρίς σύνορα, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς τέλος. Γιατί γνωρίζει ότι ο κόσμος είναι μεγάλος, διαφορετικός κι όμορφος κι είναι αδύνατον να τον γνωρίσεις όλον.

Όπως κι ο άνθρωπος δηλαδή, του οποίου η λογοτεχνία δεν παραβιάζει τη μαγεία.

Ένας συγγραφέας της αληθινής ζωής μπορεί να κάνει και τα καλύτερα όνειρα για μία ζωή ή για πολλές ζωές και να μαζέψει τα ψίχουλά της, γιατί η ζωή, όπως λέει δε βρίσκεται σε αλφαβητική σειρά.

Είναι τιμή για την πόλη μας και για μας, να έχουμε έναν τέτοιο συμπολίτη, που μας μαθαίνει να βλέπουμε  κι αλλιώς τα πράγματα, που μας απελευθερώνει το λογισμό, που μεγαλώνει τα όνειρά μας, που διασώζει την αθωότητά μας, που λειτουργεί μεταμορφωτικά στη συνείδησή μας.

Μου αρέσατε αλλά τώρα σας λατρεύω

Έστω και μόνο για τα «πικρά δάκρυα της Ντολόρες Ιμπαρούρι και για τα   ΟΝΕΙΡΑ ΟΝΕΙΡΩΝ»

SOGNI DI SOGNI

Κύριε Ταμπούκι,

Σας αγάπησα πιότερο, γιατί νομίζω ότι με βρήκα στις ιστορίες σας και γιατί μου ξαναδείξατε πώς να αγαπώ τις μυρωδιές, τις εικόνες, τ’ αποτυπώματα και μ’ όλες μου τις αισθήσεις, τους αναστεναγμούς της ζωής μου.

Μου μηδενίσατε μαγικά το χρόνο και μου δυναμώσατε τη μνήμη

Κι έστω, κι αν όπως γράφει η Σιμπόρσκα

«απ΄ότι φανταστήκαμε πως θαρθει, δεν ήρθε»

εγώ εξακολουθώ να ονειρεύομαι

μέσα από τις λέξεις ανθρώπων, όπως εσείς.

Ελπίζω να μην σας πρόδωσα, σήμερα.

Β. Περράκη

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κοινοποιήστε:

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ | Φωτός

Του Μανώλη Βεληβασάκη, Προέδρου ΠΣΚ Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες...

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Του Αιμίλιου Δασύρα | Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα...

Έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι...