Οργή και Συνήθεια – Αντέχοντας τη θεομηνία

Date:

Του Γιάννη Αγγελάκη

Τα παράδοξα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο μικρό τόπο που λέγεται Ελλάδα, άρχισαν φαινομενικά ξαφνικά. Αρκούσε η επίσημη δημόσια κοινοποίησή τους για να γίνουν συνείδηση και να μετατραπούν σε κοινό κτήμα: μια αλήθεια. Από τότε, τα πράγματα πήραν τη σειρά τους για τον άνθρωπο μας. Ακολούθησαν συνεχείς ανακοινώσεις για τους επερχόμενους κινδύνους εκ δεξιών και αριστερών του. Αναλύθηκε ενδελεχώς το αδιέξοδο της παρούσας κατάστασης.

Στο μυαλό αυτού του ανθρώπου, κάτοικου του κτυπημένου τόπου μας, τα γεγονότα που εξακολουθούν, πήραν την απειλητική και άνευ δυνατότητας αντίστασης εικόνα μιας θεομηνίας. Ο αγώνας του έγινε ένας συντήρησης και αντοχής μπροστά στην άγνωστη αιτία μιας σταδιακής καταστροφής. Η οργή του είναι δίχως ουσία. Καταφύγιό του είναι η συνήθεια. Αυτά τα δύο τώρα μαθαίνει να τα συνταιριάζει. Και στη δυσκολία που αντιμετωπίζει να ζει ακολουθώντας συγχρόνως δύο αντίθετες έννοιες βρίσκει τις πιο αναπάντεχες λύσεις. Λύσεις αναπάντεχες επειδή είναι τόσο αντίθετες με το πνεύμα των ημερών μιας μεγάλης καταστροφής.

Μια λίστα

Ο Βασίλης μου έφτιαξε μια λίστα. Σ’ αυτή τη λίστα περιέγραψε τον τρόπο που αυτός αντιμετωπίζει την κρίση. Το «πρόγραμμά» του οριοθετήθηκε από τις ανάγκες.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι άμεσες ενέργειες, για την ψυχολογική ανάταση: παύση παρακολούθησης τηλεόρασης –  έξοδος μονάχα όταν υπάρχει κάτι ξεχωριστό – πολύ περπάτημα –  στόλισμα γραφείου με αγριολούλουδα – έρωτας όσο πιο συχνά γίνεται με την κοπέλα του.

Στο επόμενο επίπεδο ακολουθούν άμεσες ενέργειες εξοικονόμησης: μετακόμιση στο σπίτι της οικογένειας – πίστωση χρόνου έως Σεπτέμβρη για πληρωμή των ενοικίων του κτιρίου όπου έχει τη νεοσύστατη επιχείρησή του – μη πρόσληψη προσωπικού παρά τις ανάγκες.

Στο τελευταίο στάδιο, ακολουθούν οι ποιοτικές αλλαγές με οικονομικό αντίκτυπο στις καθημερινές συνήθειες: χρησιμοποίηση ποδηλάτου για τη διαδρομή έως τη δουλειά – χρησιμοποίηση χαρτιού και από τις δύο πλευρές – οικονομία στον ηλεκτρισμό – μη αγορά καταναλωτικών αγαθών μη άμεσης ανάγκης – αποχή από το αλκοόλ.

Η στάση του Βασίλη μεταφλερεται στον κοινωνικό ιστό σαν ιός. Είναι ο ψύχραιμος τρόπος να αντιμετωπίσεις τα πράγματα. Στις γεμάτες απογοήτευση φωνές και στην οργή των πρώτων ημερών πρυτάννευσε η λογική του χρόνου. Δεν υπήρχε χρόνος για απογοήτευση. Τα περιθώρια είναι στενά. Και οι συζητήσεις με τους φίλους επαλήθευσαν την εντύπωσή μου. Δεν επιβιώνω πια. Βρίσκομαι σε καθεστώς συντήρησης.

Αφηγήσεις που συγκλίνουν

Ο Γιώργος ήταν καθηγητής πανεπιστημίου. Τώρα είναι άνεργος. Μου εξομολογήθηκε πως τον τελευταίο καιρό απέχει από την παρακολούθηση των ειδήσεων. Νοιώθει αδύναμος μπροστά στις εξελίξεις. Βρίσκει ένα αδιέξοδο στο οποίο αυτός δεν έχει λόγο. Θέλει χρόνο για ανασύνταξη. Κερδίζει τώρα λεφτά μέσω του τζόγου. Όμως δεν έχει απωλέσει την αίσθηση της καθημερινότητας. Έχει χάσει την πίστη του. Ελπίζει πως είναι παροδικό.

Ο Κώστας μου είπε πως αισθάνεται πως η φωνή του δεν ακούγεται. Δεν έχει μέσο να εκφραστεί. Η φωνή του μένει δίχως αντιπροσώπευση. Τι μπορώ να κάνω; Σιωπαίνει δίχως σιωπή. Μιλώντας για οτιδήποτε άλλο. Με λόγια που επαναλαμβάνονται στη διαχρονική καθημερινότητα, λέξεις και προτάσεις που υπήρχαν και πρωτύτερα, πριν τη θεομηνία. Αυτό του δημιουργεί ένα αίσθημα ασφάλειας.

Ο Αλέξης μου ζήτησε να κλείσω την τηλεόραση. Χαμήλωσε το κεφάλι και έγυρε τους ώμους: «σε παρακαλώ». Η σκέψη των γεγονότων που είναι πιθανό ν’ ακολουθήσουν τον αφήνει παγωμένο. Ελπίζει πως κάποια στιγμή όλα θα τελειώσουν. Σε μια στιγμή ηρεμίας παρομοίασε την κατάσταση σα μια επιπλέον στρατιωτική θητεία. Κάποια στιγμή θ’ απολυθούμε. Η θέση του πάντως ως υπάλληλος μίας σεβαστής εταιρείας κινδυνεύει.

Ο Μανώλης είναι επιστήμονας. Ετοιμάζεται να φύγει για Αγγλία. Πριν φύγει θέλει ν’ αφήσει το στίγμα του. Δε ζητά πια δικαιοσύνη, ζητά εκδίκηση. Απ’ όσους τον διώχνουνε από τη χώρα του. Νοιώθει ένα βαθύ μίσος για τους ιερείς. Τους βλέπει με καλογεμισμένες κοιλιές να κυκλοφορούν μαυροντυμένοι με τα γένια τους να τα παρασέρνει ο αέρας και τα χέρια τους ν’ ακουμπούν τα χαμηλωμένα ξερά κεφάλια ηλικιωμένων γυναικών. Εξοργίζεται σε κάθε «ωσαννά». Όχι πια. Έχει επιστρέψει τις τελευταίες μέρες σε μια απάθεια που είναι φανερή στο πρόσωπό του. Ο μηχανισμός άμυνάς του είναι η αδιαφορία.

Ο Άγγελος νοιώθει ένα βαθύ μίσος για τους μικροεπιχειρηματίες. Που τα βγάζουν κουτσά στραβά και συνεχίζουν να επιβιώνουν. Ζουν κρατικοδίαιτα! Καταγγέλλει. Ελπίζει στο τέλος τους. Φαντασιώνεται χιλιάδες ανθρώπων που πέρνουν στα χέρια τους ακριβά αμάξια, τα αδειάζουν από τα υλικά  που είναι βλαβερά για το περιβάλλον και τα πετάνε μέσα στο λιμάνι. Είναι οικολόγος. Έχει ένα μικρό κατάστημα. Η ζωή του δε διαφέρει πολύ απ’ αυτή των μικροεπιχειρηματιών.

Ο Αντώνης επιδοκιμάζει τα μέτρα της κυβέρνησης. Φωνάζει οργισμένα ενάντια στη μικροαστική νοοτροπία. Φωνάζει δυνατά για να το πιστέψει κι αυτός πως αυτοί φταίνε. Αυτοί είναι οι ένοχοι. Δεν έχω άλλη δυνατότητα, μου είπε. Πρέπει να πιστέψει πως υπάρχει λύση, πως δεν του λένε ψέμματα. Έχει κλονισθεί η πίστη του. Η οργή του σε λίγο κοπάζει.

Ο Γιάννης μου λέει πως η λύση είναι η μείωση του αριθμού των βουλευτών. Λιγότεροι βουλευτές, λιγότερη διαφθορά, λέει. Στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις μου που θέτουν σε αμφισβήτηση το σχέδιό του, εκνευρίζεται. Εν τέλει, δε διαφωνούμε, μου λέει. Δεν είμαι ηλίθιος. Όμως είναι μία κίνηση.

Η Μαρία δε θέλει να είναι οργισμένη. Το συναίσθημα της οργής την αφήνει κενή. Δυσανασχετεί με όλους αυτούς που ευελπιστούν σε οργισμένες αντιδράσεις. Βρίσκει εκεί ένα κενό δίχως ουσία. Το οποίο δε γεμίζει. Ο Λευτέρης προσπαθεί να κατανοήσει τι συμβαίνει στην οικονομία. Χάνεται στις εξισώσεις. Στο τέλος δεν έχει σημασία…

Αφηγήσεις του παρόντος. Στιγμές συγκυριακές που συγκλίνουν: συγχρονίζονται. Στο αδιέξοδο βρίσκουν μια λύση οικονομική. Στην αδυναμία να εξηγήσουν επιστρέφουν και φτιάχνουν προγράμματα επιβίωσης. Μια λίστα για να συνεχίσουν να λειτουργούν στο καθημερινό επίπεδο. Η καταστροφή κρύβεται. Οι λέξεις που προκαλούσαν οργή παύουν να προξενούν εντύπωση. Η καταστροφή αποδεικνύεται λιγότερη καταστροφική. Κι αυτό που παρουσιάστηκε ως θεομηνία αντιμετωπίζεται ως θεομηνία. Δημιουργείται ανοσία.

Το κενό κατάστημα

Η ζωή συνεχίζεται με μικρές διαφορές. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πηγαίνουν στις επιχειρήσεις τους. Προγραμματίζουν ταξίδια. Ονειρεύονται περιπέτειες. Ευελπιστούν σε μια βελτίωση. Χαίρονται τον ήλιο και κάθονται στα παγκάκια. Παρατηρούν τους τουρίστες που περνούν ανέμελα από μπροστά τους. Δε νοιώθουν πλέον σοκαρισμένοι όπως τον πρώτο καιρό. Κατηγορούν τους πολιτικούς αλλά με μεγαλύτερη ηρεμία. Τώρα συζητούν. Προσπαθούν να διατηρούν μία καθημερινότητα όσο πιο γίνεται φυσιολογική. Εξακολουθούν. Και οι οργισμένες φωνές μοιάζουν πια ανώφελες. Αν παρθούν τα κατάλληλα μέτρα…. λέει κάποιος, μερικές μέρες αργότερα. Κι ίσως να βγει κάτι θετικό απ’ όλο αυτό… προσθέτει ένας άλλος.

Νοιώθω τα αυτιά μου να βουίζουν. Είμαι στον δρόμο. Περπατώ με σταθερό ρυθμό. Προσπαθώ να μην παρατηρώ τους ανθρώπους. Υπάρχει κάτι αδιευκρίνηστο στον αέρα. Αν και όλα μοιάζουν να κινούνται φυσιολογικά, τα μαγαζιά ανοίγουν στην ώρα τους, ο κόσμος περπατά ίσως πιο γρήγορα όμως περπατά, στήνονται πηγαδάκια και κουβεντιάζουν. Όμως κάτι απειλητικό υπάρχει στον αέρα. Σαν όλ’ αυτά να αποτελούν ένα σκηνικό που κρύβει αυτό που για πάντα έχει αλλάξει.

Ρίχνω μια ματιά στα καταστήματα που έκλεισαν τους τελευταίους μήνες. Τραβούν την προσοχή των ματιών με την κενότητα και την παραίτησή τους. Ναι, ένα κενό κατάστημα, στην αρχή τουλάχιστον, τραβάει περισσότερο την προσοχή απ’ ένα γεμάτο μ’ εμπορεύματα. Μετά, οι άνθρωποι κάνουν σα να μη το βλέπουν. Μετά, παύει να υπάρχει. Απλά δεν το παρατηρεί κανείς. Γίνεται φυσιολογικό. Όπως και με την καταστροφή των συνανθρώπων σου. Ή την αύξηση της ανεργίας, την εγκληματικότητα. Όλα συνηθίζονται.

Στο ενδιάμεσο ακούγονται φωνές. Στρέφω το βλέμμα μου υποτονικά. Μια γυναίκα στρουμπουλή φαίνεται καταβεβλημένη. Φωνάζει. Κάποιος την κρίνει με ένα κρυφό γελάκι. Την κοιτάζει λαίμαργα και την καταδικάζει. Στον πεζόδρομο της οδό Μπετόλο απλώθηκαν χρώματα. Μια που δεν άντεξε το βάρος. Τρίκλισε και έπεσε. Οι άνθρωποι για μια στιγμή σταματήσανε. Μετά συνέχισαν στους ίδιους ρυθμούς. Κι αυτή μονολογεί.

Το τετριμμένο

Στις καθημερινές συζητήσεις οι πιο φοβεροι φόβοι εκφράζονται με τις πιο τετριμμένες εκφράσεις. Έτσι μόνο μπορείς να κερδίσεις τη συμπάθεια του άλλου. Άλλωστε, το καζάνι αυτό μας χωράει όλους. Γιατί λοιπόν να προσποιούμαστε πια τους έκπληκτους ή τους οργισμένους; Ότι έρχεται ως θεομηνία αντιμετωπίζεται ως θεομηνία. Η οργή και η αγανάκτηση είναι αισθήματα. Δε μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν μια φυσική καταστροφή. Η οργή δίχως προοπτική ισοδυναμεί με θάνατο. Παραμένω ψύχραιμος. Η οργή δεν ταΐζει. Δε δίνει λύσεις.

Στο ερώτημα τι κάνουμε τώρα που ήρθε η κρίση, η απάντηση που δόθηκε ήταν απλή. Συνεχίζουμε να ζούμε. Θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Στην καθημερινότητα βρίσκεται η σιγουριά. Τα υπόλοιπα κρέμονται από λεπτές κλωστές και νήμματα, από αόριστες κινήσεις και περίπλοκες συναρτήσεις. Κι όταν δε μπορώ να σταματήσω κάτι τότε κι εγώ δε μπορώ παρά να συνεχίσω στους ρυθμούς που υπάρχουν. Στην καθημερινότητα βρίσκω τη σιγουριά. Το σταθερό έδαφος που πατώ και συνεχίζω. Είναι αδιαμφισβήτητο.

Υπάρχει βέβαια μια ενόχληση. Μια αναστάτωση στις καθημερινές συνήθειες και στην πραγματοποίηση των καλών και συμφέροντών μου. Μια προσαρμογή κάπως βίαιη. Όμως, πάραυτα, είναι μια προσαρμογή, λέω με μια προσποιητή αισιοδοξία. Συνεχίζω να αντιμετωπίζω την κατάσταση με περισσότερα χωρατά παρά παράπονα. Δεν είμαι δειλός. Και καθώς όλα τούτα συντελέστηκαν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, συμπεραίνω πως, οι αλλαγές αυτές, αφού δεν είναι φυσιολογικές δεν πρέπει να είναι και μόνιμες. Έχω την κρυφή ελπίδα πως θα είναι κάτι περαστικό. Οι συνήθειές μου επιμένουν. Προσαρμόζομαι στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Μπορεί κανείς να παραιτηθεί από τη ζωή, μου είπε ο Γιώργος; Γιατί αυτό θα έπρεπε να κάνω αν αποδεχόμουν την καταστροφή. Η δυνατότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται είναι αναπόφευκτη.

Οι δικαιωμένοι της κρίσης

Μετά είναι και οι άνθρωποι που μέσα στην κρίση αισθάνονται λιγότερο τρομοκρατημένοι. Ίσως και κάπως ευχαριστημένοι. Συνήθως, πρόκειται για περιπτώσεις ανθρώπων που ήδη βιώναν την κρίση εδώ και καιρό. Ή που ήλπιζαν σε μία κρίση για να σπάσουν τον ασφυκτικό κλοιό της μοναξιάς τους. Πρόκειται για δύο διαφορετικές κατηγορίες. Είναι οι δικαιωμένοι της κρίσης.

Στην πρώτη, υπάρχουν άνθρωποι που αισθάνονται δικαιωμένοι. Το δίκιο της βίωσής τους. Ή, θα ζήσουν το βάθος της μοναξιάς τους. Νοιώθουν λιγότερο μόνοι γιατί αυτοί έχουν μάθει ν’ αντιμετωπίζουν τη μοναξιά τους σε αντίθεση με τους καινούργιους υπήκοούς της που ως νέοι, έχουν ακόμα πολύ δρόμο μπροστά τους για να την κατανοήσουν. Όμως βλέπουν σιγά – σιγά πως αυτό δεν τους φέρνει και σε μια υψηλότερη θέση στην ιεραρχία. Η μοναξιά αν κομματιαζότανε θα ήτανε για να δημιουργήσει περισσότερη απ’ την ουσία της. Η κρίση επίσης. Πάραυτα είναι μια ανακούφιση να γνωρίζεις πως υπήρξες εκεί που άλλοι φθάνουνε.

Στη δεύτερη κατηγορία, υπάρχει ο άνθρωπος της οργής που ψάχνει για δικαίωση. Αυτοί, παρά το αίσθημα δικαίωσης που θεωρούν πως τους θέτει εκτός περιθωρίου, διακατέχονται από μία λογική – κατά τα φαινόμενα – αγανάκτηση. Η κρίση λοιπόν έφθασε. Όμως, αντί να συμβεί αυτό που περιμένανε σύμφωνα με τη λογική τους, δηλαδή την αντίδραση και την οργή εκ μέρους των ανθρώπων υπό την εκπροσώπησή τους – ενάντια σ’ αυτή τη λογική λοιπόν – οι άνθρωποι καταβάλλουν ασφυκτικές προσπάθειες για να παραμένουν αδιάφοροι και κάπως απόμακροι από τα γεγονότα.

Όσο περισσότερη οργή εκφράζουνε αυτοί και φωναχτή αγανάκτηση, και καθώς περιγράφουν τις καταστρεπτικές συνέπειες και τα φρικιαστικά γεγονότα που δύναται να ακολουθήσουν, τόσο φαίνεται να ωθούν τους υπόλοιπους σε μία περαιτέρω απομάκρυνση απ’ αυτούς. Η οργή είναι ένα παράλογο μα ανθρώπινο συναίσθημα. Αλλά οι άνθρωποι προτιμούν να παραμένουν λογικοί.

Άλλωστε, γιατί να οργιστώ; Γιατί να περιμένουν από εμένα να οργιστώ; Γιατί να με κατηγορούν που δεν είμαι συνέχεια οργισμένος; Να θυμώνουν μαζί μου και να με θεωρούν ένοχο; Σα να τους χαλάω μία ρομαντική φαντασίωση; Γιατί να θέλουν δηλαδή να με χωρέσουν στα δικά τους κουτάκια. Όχι κύριοι! Έχω μία αξιοπρέπεια εγώ! Εσείς νομίζετε πως είμαι η κοινή γνώμη, ένας κοινός πολίτης. Όμως ποιος σας είπε πως όταν κοιτάζω τις δημοσκοπήσεις δε θυμώνω εξίσου κι εγώ όπως κι εσείς;

Ήδη υπάρχουν αρκετοί να δρουν εκ μέρος των συμφερόντων μου. Κι άλλους δε θέλω. Δεν υπάρχω παρά μόνο στο μυαλό σας. Με κρίνετε και με κατηγορείτε για τη δική σας αδυναμία. Αυτή είναι η λύση σας. Νομίζετε πως είσαστε το φως κι εγώ πως είμαι στο σκοτάδι. Το αρνούμαι! Είμαι αυτός που κάποια στιγμή θα ξυπνήσει, μου λέτε. Κι όμως, δεν κοιμάμαι!

Τουλάχιστον, εδώ ξέρω που πατώ. Ενώ εκεί που λέτε εσείς να έρθω δεν υπάρχει τίποτα παρά οργή, θυμός, καταστροφή και αγανάκτηση. Μα αυτά τα βρίσκω εύκολα κι αλλού! Γνωρίζω, γνωρίζω, όλοι δεν πλήττονται εξίσου. Και κάποιοι κερδίζουν από τη θεομηνία. Κάποιοι δεν υποφέρουν. Όμως πάντα έτσι δε συνέβαινε;… λέει ο άνθρωπος της κρίσης και συνεχίζει τη ζωή του.

Η μεταμόρφωση

Μετά, είναι κι αυτό. Ο φόβος δεν εμπνέει. Δε δίνει κάποιο όραμα που ν’ ανεβάζει τους ανθρώπους ένα σκαλοπάτι. Ένας φοβισμένος άνθρωπος δεν κοιτάζει ψηλά. Δεν κινητοποιεί. Αντιθέτως, το δυστοπικό όραμα του φόβου αποτυπώνεται μέσα στην καθημερινότητα, αρχικά ως οι ρωγμές της φυσιολογικής ροής της. Μετά στην υπερευαισθησία και τις οξυμμένες αντιδράσεις που εμφανίζονται σε ανύποπτες στιγμές. Στη διατύπωση ενός τετριμμένου λόγου που επαναλαμβάνεται ως από φαντάσματα, επειδή πρέπει να επαναληφθεί, στους καλούς τρόπους μιας πολιτισμένης επικοινωνίας που ατονούν. Ψυχραίνουν. Εν τέλει, η κρίση στεριώνει μέσα μας μέχρι που συνηθίζεται.

Ο άνθρωπος συνηθίζει. Κι ο φόβος μπορεί να υπάρχει ως η απουσία του. Ως αποστασιοποίηση. Όσο πιο ασήμαντες θα γίνονται οι αντιδράσεις μας στη κρίση τόσο πιο βαθιά μέσα μας θα είναι.  Στο τέλος, η καθημερινότητα θα έχει πάρει μια άλλη μορφή. Όμως, τότε, ο μετασχηματισμός θα έχει ολοκληρωθεί. Η νέα πραγματικότητα θα είναι λειτουργική. Η καθημερινότητα θα έχει μεταμορφωθεί κι εμείς θα την έχουμε συνηθίσει.

Ναι! Η συνήθεια μας χαρακτηρίζει. Αυτό είναι ένα πράγμα που με βεβαιότητα μπορώ να πω. Με την ανάλογη διοίκηση και υπό τις πρέπουσες συνθήκες.  Με τη σωστή αναλογία παραγωγής φόβου και ορθής διαχείρησής του. Κι η αντίδραση ενάντια στη διοίκηση – ως ένα επίπεδο – είναι επιθυμητή. Είναι μέσα στη λογική της διαχείρησης. Ο άνθρωπος συνηθίζει.

Η συνειδητοποίηση

Η αλήθεια είναι πως όλα έμοιαζαν να έγιναν τόσο ξαφνικά. Θυμάμαι να πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται και να μην αντέχει το μυαλό μου τη σκέψη πως μόλις πριν 2 μήνες, τα σημερινά τεκταινόμενα φάνταζαν σαν ένα σενάριο που εξελισσόταν από κάποια απόσταση ασφαλείας. Κι ακόμα πιο πριν, ήταν όλα μία θεωρία, μία πιθανότητα από τις πολλές.

Βεβαίως, υποστήριζα μετά βδελυγμίας υπέρ αυτής της πιθανότητας. Τα σημάδια ήταν φανερά παντού. Όμως αυτό είναι διαφορετικό. Και πάντως, το σοκ παραμένει το ίδιο, ακόμα και γι’ αυτούς που το περιμένουνε. Άλλωστε, η γνώση μίας έκπληξης δεν είναι πάντα η πιθανότητα μιας επαλήθευσής της;

Θέλω να πω, αν γνωρίζεις πως κάτι σου ετοιμάζουν, δεν πρέπει να φτάσεις πάντα στην τελευταία στιγμή για να επαληθευθεί με κάποια έκπληξη η γνώση σου αυτή; Για να μπορείς να πεις μετά πως ήσουν προετοιμασμένος; Όμως παρέμεινε έκπληξη. Από τη στιγμή που δέχτηκες να φτάσεις μέχρι το τέλος, η περιέργεια της επαλήθευσής της είναι ουσιαστικό κομμάτι της λειτουργίας της.

Συγχρόνως όμως, και παρά αυτές τις διαπίστωσεις, καθώς συνέβαινε αυτό, παράλληλα συνέβαινε και κάτι άλλο άξιο αναφοράς. Επειδή αυτές οι αλλαγές, κατά κάποιο τρόπο, ήταν τόσο εκπληκτικές και είχαν συντελεστεί τόσο απότομα, έμοιαζε στο μυαλό μου εύκολο να θεωρήσω πως εξαιτίας της ταχύτητας που εκφράστηκε αυτή η βία, δε μπορούσε να θεωρηθεί φυσιολογική, κι οπότε όχι και μόνιμη. Δε σταμάτησα εκεί δυστυχώς.

Στη σκέψη αυτή σ’ ένα επόμενο στάδιο, βρήκα τον εαυτό μου να επιλέγει την ψευδαίσθηση μίας πορείας που η φυσιολογική της ροή είχε διακοπεί. Συνειδητοποιούσα λοιπόν πως το φυσιολογικό δεν είχε θέση πια εδώ παρά μονάχα ως φαινομενικότητα. Ως συνήθεια. Συνήθεια λειτουργική. Μια καθημερινότητα που επειδή μερικώς συνεχίζει να έχει τους ίδιους κανόνες, δημιουργεί την ψευδαίσθηση του φυσιολογικού, άρα και μιας ασφάλειας. Αυτή η συνήθεια που μέσα στην καθημερινότητα ήταν τόσο δυνατή κι έβαζε πάντα σε πρώτο πλάνο τα προσωπικά μου αισθήματα.

Γνωρίζω πως μοιάζει παράλογο μα σας βεβαιώνω πως στις προσωπικές μου συζητήσεις με πρόσωπα γνωστά τηρώ τους κοινωνικούς κανόνες που προτάσσουν να μη μιλώ γι’ αυτές τις σκέψεις μου. Και μάλιστα, όταν κάποιος διαφεύγει απ’ αυτή την κοινά αποδεκτή συμπεριφορά και μου επισημαίνει αυτή την σκέψη, την οδυνηρή συνείδηση – που απ’ ότι φαίνεται δεν ήταν μόνο δική μου κτήση – τον νουθετώ και τον επαναφέρω στη συνήθεια όπως διαμορφώνεται. Υποστηρίζω τότε σε αυτόν με διδακτικό ύφος πως η ψευδαίσθηση είναι αληθινή, ακόμα κι αν πραγματικά δεν ξέρουμε τον χρονικό ορίζοντα του τέλους της.

Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να πιστέψω τα λόγια πολιτικών για τους οποίους έχω χάσει κάθε πίστη. Δε μπορώ να τους εμπιστευθώ, όμως δε μπορώ να πιστέψω πως δεν υπάρχει με κάποια βεβαιότητα ένα χρονικό όριο διάρκειας αυτών των γεγονότων, μετά το οποίο όλα θα επιστρέψουν στο φυσιολογικό. Η πίστη αυτή θα ήταν πολύ οδυνηρή δίχως κάποια προοπτική. Θα μετάτρεπε τη συντήρηση, πόσο μάλλον την επιβίωση, σε ανέφικτο στόχο. Αυτό το φυσιολογικό που ενίοτε μισούσα και θεωρούσα προβληματικό και τώρα, στην απουσία του, μοιάζει μια χαμένη δυνατότητα. Μια δυνατότητα για αλλαγή που χάθηκε. Χαμένος χρόνος και αργοπορία. Λοιπόν..

Εξαιρετικά γεγονότα

«Ο Θεός είναι μεγάλος». Έτσι μου είπε ένας γεροντότερος. Το βλέμμα του κοίταζε ψηλά μα ήταν συνοφρυωμένος και ήταν βέβαιος. Κάθε φορά που κάτι πήγαινε ανάποδα, αυτός επαναλάμβανε, «ο Θεός είναι μεγάλος» και πρόσθετε μετά από μία μικρή παύση, «τίποτα δεν τελείωσε». Είχε μια πίστη αυτός ο λόγος που δεν πήγαζε από μία θρησκεία. Δεν είχε υποταγή. Ήταν μια δύναμη μη παραίτησης. Το έλεγε φωναχτά για ν’ ακούσουν και οι άλλοι: η απογοήτευση δε θα κυριαρχήσει. Κάτι θα σωθεί. Κάτι θα μείνει. Ένα ανώτερο συναίσθημα. Που θα μας υπενθυμίζει το κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής μας μιας αίσθησης, αυτης που συνδέεται με την ευτυχία, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία..

Νοιώθω πως αυτό «Ο Θεός είναι μεγάλος» που τώρα πολλούς συντηρεί, στην απελπισία μπορεί να τους οδηγήσει στο να καταλάβουν γιατί κάποιοι άνθρωποι ζώνονται με βόμβες. Σαν ο Θεός να μην είχε ποτέ τη δύναμη να εκφραστεί κι ο άνθρωπος να είναι η τυφλή δικαιοσύνη του. Η οργή του. Σε τέτοιες καταστάσεις, ο θάνατος φαίνεται να μην είναι η χειρότερη προοπτική. Είναι ένα γεγονός που δικαιώνει.

Ναι. Αυτή η καθημερινότητα φανερώνει αυτό που κρύβει μέσα από εξαιρετικά γεγονότα. Εκρήξεις υπερευαισθησίας, μίας έκφρασης που σπάει τους κοινωνικούς φραγμούς, τις συμβάσεις μιας συντήρησης και μας θυμίζει αυτό που ζούμε. Τρομοκρατούν ή μας εμπνέουν αυτά τα εξαιρετικά γεγονότα.

Όπως ένας ακορντεονίστας που αργά τα μεσάνυχτα σε ένα άδειο σοκάκι, αρχίζει να παίζει μια μελαγχολική μουσική. Τρεκλίζει και κάθε τόσο σταματά. Μα πάλι ξεκινά κι αυτή τη φορά με περισσότερο πάθος κτυπά τα πλήκτρα. Ανοίγουν τα παράθυρα στα μπαλκόνια και μετά τον πρώτο ακολουθούν και άλλοι. Σα για να πρέπει να τηρηθούν οι κανόνες μιας αναγκαίας σύμβασης κάποιος χαμηλόφωνα, ως ένας που δε θέλει να ενοχλήσει τον μουσικό, ή δεν είναι σίγουρος γι’ αυτό που δηλώνει, ή δεν ξέρει αν θα έπρεπε να το πει, λέει: «μα δε θα του πει κάποιος να σταματήσει;». Δεν περιμένει απάντηση.

Η σύμβαση τηρήθηκε. Όμως, δε δίνεται απάντηση. Η συνήθεια χάνεται. Κι η μουσική συνεχίζει. Το σιωπηλό κοινό των ανοικτών παραθύρων στα μπαλκόνια μεγαλώνει. Μέχρι που κάποια στιγμή κάποιος από ένα ισόγειο φωνάζει: «ΣΤΟΠ». Κανείς δεν τον είδε, όμως ακούστηκε η φωνή. Τότε, ακούς ένα συγνώμη. Το ακορντεόν σταματάει. Και με μια έκφραση απροσδιόριστης προσγείωσης, ένα γεγονός που δε θα είχε συμβεί ή θα είχε σταματήσει εν τη γεννέσει του, σβήνει. Μέχρι να επαναληφθεί.

Για τώρα, πάντως, υπάρχουν πιο επείγοντα πράγματα να γίνουν.

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κοινοποιήστε:

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ | Φωτός

Του Μανώλη Βεληβασάκη, Προέδρου ΠΣΚ Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες...

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Του Αιμίλιου Δασύρα | Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα...

Έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι...