«Το γουρουνάκι μου»

Date:

Επειδή η ζωή δεν είναι δα και βαρύ πεπόνι ένα «φουουού» είναι και έφυγε, ελάτε τώρα να γελάσομε.

Πολύ συμπαθητικά ζώα τα γουρούνια βεβαίως.

Και βεβαίως εφ’ όσον παραμένουν γουρούνια μ’ αυτή την συμπαθητική γουρουνίσια μουσουδίτσα με τα ρουθουνάκια τους τα ωραία, με τα ματάκια τους τα έξυπνα. Και να σου κάνουν νουφ – νούφ και να γρυλίζουν χαδιάρικα.

Χυδαία και απαίσια γίνονται όταν αποφασίζουν να αλλάξουν κεφάλι.

Έτσι δηλαδή και τους έλθει η φαεινή ιδέα ν’ αποκτήσουν το κεφάλι του Πάγκαλου.

Πω – πώ – πώ! Αηδία!

Αντί να σου κάνουν νούφ – νούφ – να σου αμολούν τις κεραμίδες του Πάγκαλου.

Τότε δικαίως τα λες «Απαίσια ζώα – γουρούνια».

Ή ας πούμε ν’ αποκτήσουν το κεφάλι της Ντόρας.

Να ‘χει κολλήσει στην ροζ του μουσουδίτσα αυτό το κολλημένο χαμόγελο που λες και το κόλλησε με την κόλλα που κολλάνε τις γέφυρες στα δόντια. Έλεος γουρουνίτσα μου, θα πούμε στο ζώον.

Δεν το αντέχομε αυτό το χαμόγελο. Ξαναγίνε σαν και πριν και ξανακάνε μας νούφ – νούφ – νούφ.

Γι’ αυτό λοιπόν σας λέω και με άλλα παραδείγματα που δεν σας τα λέω, είναι πολύ παρεξηγημένα τα ζωάκια.

Εγώ, το ήξερα αυτό, το είχα έμπνευση δηλαδή, σχεδόν απ’ όταν γεννήθηκα.

Βεβαίως, βεβαίως, ειλικρινά, στ΄αλήθεια, μην απορείτε! Αντί να μ’ αρέσουν τα σκυλάκια, τα γατάκια, τα προβατάκια, τα κατσικάκια, εμένα μ’ άρεσε το γουρουνάκι της γιαγιάς.

Αυτό που το μεγάλωνε για να το κάνει σουβλάκια τα Χριστούγεννα.

Αλλά που να τολμήσουν να μου το πουν!

Που το ‘χα υιοθετήσει!

Κι’ όλο συνομωτούσε η γιαγιά, η μαμά, ο μπαμπάς…

«Τι θα κάνομε τα Χριστούγεννα;»

Σκασούρα μου και ‘μένα τι θα κάνουν τα Χριστούγεννα.

Εγώ είχα αγκαλιά το μικρό μου γουρουνάκι.

Έχανε η μαμά το μοσκοσάπουνο, αυτό που φύλαγε για να μας λούζει κάθε Σάββατο με το νερό απ’ το πηγάδι.

Που είναι το μοσκοσάπουνο;

Πού να ‘ναι; Αφροντούζ ετεροχρονισμένο για το γουρουνάκι μου.

Έχανε η μαμά τις ροζ κορδέλες που τις κόλλαρε για τα μακριά μαλλιά μας με κόλλα που έφτιαχνε με αλεύρι.

Φιογκάκια τις έκανα εγώ στο ροζ λαιμό του γουρουνιού και στα ποδαράκια του. Ψηλά για να μην τους λερώνει.

Δηλαδή, τι να λερώσει, που το είχα και έλαμπε.

Σαν τον ήλιο!

Ό,τι έλεγε η μαμά για ‘μένα και την αδελφή μου «Ήλιε μου, κουτσούνα μου, φως των ομαθιών μου!..» έλεγα κι εγώ στο γουρούνι μου.

Και το ‘περνα στην αγκαλιά μου και σήκωνα τα δυο του ποδαράκια με τα ροζ φιογκάκια, γύρω στο λαιμό μου.

Και να, φιλιά στο γουρουνάκι μου εγώ!

Ασ’ το γουρούνι ήσυχο! Φώναζε η γιαγιά. Φοβόταν μην πάθω τίποτα που το φιλούσα. Θα το κατσιάσεις απ’ τα φιλιά.

Ασ’ το γουρούνι ήσυχο! Φώναζε η μαμά. Θα το ξεβγάλεις με τα πολλά μπανιαρίσματα. Θα το ψοφήσεις. Δεν θα ‘φτάξει τα Χριστούγεννα.

Τίποτα εγώ. Μόνο που δεν το ‘χα μάθει να μιλά. Του συλλάβιζα δηλαδή, αλλά δεν τα ‘περνε κι’ όλο νουφ – νουφ μ’ απαντούσε. Κι όλο συνομωτούσαν. Ο μπαμπάς, η μαμά, η γιαγιά.

Τι θα κάνομε τα Χριστούγεννα; Τι θα γίνομε με τον μπελά;

Ο μπελάς ήμουν εγώ!

Εε, το ‘πιανε εμένα τ’ αυτί μου και αναρωτιόμουν:

Τι θα κάνουν τα Χριστούγεννα; Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Απ’ το κυπαρίσι, απέναντι. Έεεχομε καιρό. Από τώρα νοιάζονται;

Και συνέχιζα τις αγκαλιές και τα χάδια με το «μωράκι μου».

Μέχρι που ‘φτάσαν τα Χριστούγεννα.

Στολίσαμε το δέντρο. Αλλ’ αυτοί, το ίδιο βιολί!

Πώς θα κάνομε Χριστούγεννα; Τι θα κάνομε με τον μπελά; Πώς θα τους «ξεκολλήσομε»;

Και μια ανακατωσούρα στο σπίτι, ένα σούσουρο, μια συνωμοσία. Να μην το «πάρει είδηση» να λένε. Χαθήκαμε!

Τι να μην πάρω είδηση; Αναρωτιόμουν εγώ. Κάτι ετοιμάζονται να κάνουν, σκεφτόμουν. Και ας μην πήγαινα ούτε νήπιο.

Να την κλειδώσομε! Λέει ο μπαμπάς. Ακραίες λύσεις. Ήταν και χωροφύλακας, τον απέλυσαν γιατί παντρεύτηκε μικρός και κομμουνίστρια.

Ναι, να την κλειδώσομε και να το πάμε κάαατω στις ελιές.

Μεσολαβούσε το περιβόλι, μετά ήταν οι ελιές, σου λένε δεν θα ακούγεται το γουρούνι που θα το σφάζομε.

Με κλειδώνουν λοιπόν, χωρίς να το καταλάβω μ’ αφήνουν και πολλά παιχνίδια και μου λένε: «Πάμε στις ελιές, κάτσε να παίξεις, μη βγεις είναι κρύο».

Και ξαφνικά ακούω το μοσχαναθρεμμένο μου να γρυλλίζει, να σκούζει όπως κάνουν «τα γουρούνια όταν τα σφάζουνε». Τόσο πολύ σκλιρίζουν τα κακόμοιρα. Κανένα ζώο δεν σκλιρίζει τόσο, όταν το σφάζουν όσο το γουρούνι! Αφού και τα παιδιά τα «σκλιριάρικα» που τσιρίζουν δυνατά, τα φωνάζουν «σκλιριδογούρουνα».

Βοήθειαα! Φωνάζω εγώ. Το γουρούνι μου, κάτι έπαθε.

Τρέχω στην πόρτα της κουζίνας, κλειδωμένη! Τρέχω στην πόρτα της σάλας, κλειδωμένη!

Αμάν, λέω. Είναι Χριστούγεννα. Κάτι κάνουν στο γουρούνι μου.

Φωνάζω: Γιαγιααάα! Τίποτα.

Ξαναφωνάζω: «Μπαμπά, μαμά, το γουρούνι μου». Τίποτα.

Άχου, λέω. Κάτι του κάνουνε. Γιατί με κλειδώσαμε; Γιατί τσουτσουρίζανε; Πάει, το γουρούνι μου.

Δίνω μια, πάω στο παράθυρο. Αυτό δεν το ‘χανε κλειδώσει. Ήτανε και ψηλά. Παίρνω μια καρέκλα, το ανοίγω, το καβαλώ και πηδώ έξω.

Τρέχω κατ’ ευθείαν στις ελιές.

Και τι να δώ;

Το γουρουνάκι μου, το γλυκό μου, το ροζάκι μου, το στολισμένο με τα φιογκάκια του που το χτένιζα με την βούρτσα και το ‘ξυνα και μου γουργούριζε ευτυχισμένο να σφαδάζει μέσα στο αίμα, με μια τεράστια πληγή στο λαιμό.

Έπαθα σοκ!

Ούρλιαζα, κυλιόμουνα κάτω, τους χτύπαγα, τους φώναζα, φονιάδες!

Περάσαμε, μαύρα χριστούγεννα.

Σφράγισα το στόμα μου.

Και δεν ξανάφαγα κρέας μέχρι που έγινα 15 χρονών. Μέχρι που έγινε το ΒΙΕΤΝΑΜ. Οπότε αναθεώρησα. Οπότε άρχισα να πηγαίνω στα συλλαλητήρια γιατί εδώ (δηλαδή στο ΒΙΕΤΝΑΜ) άνθρωποι σφάζονται και ‘γω θρηνώ ακόμα το γουρούνι μου;

Ρ.Ο.Σ.Ο.Λ.

Έτσι όπως λέμε Α.Ε.Σ. ή Α.Β.Ε.Σ. ή Α.Ρ.Σ. και τα λοιπά και τα λοιπά

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κοινοποιήστε:

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ | Φωτός

Του Μανώλη Βεληβασάκη, Προέδρου ΠΣΚ Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες...

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Του Αιμίλιου Δασύρα | Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα...

Έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι...