Διήγημα: Ισμαήλ Ογλάν

Date:

Του Αντ. Χαρχαλάκη

Είχα ρίξει την πετονιά και περίμενα· Κάποια τσιμπήματα που είχαν αρχίσει να δυναμώνουν, κρατούσαν τα νεύρα μου σε υπερένταση. Ο ήλιος του Αυγούστου έκαιγε αρκετά κι ας πήγαινε πια να δύσει. Πιο πέρα το καράβι της γραμμής περίμενε και λικνιζότανε σαν κύκνος. Επιβάτες δεν είχαν φανεί ακόμα, μονάχα στην ανατολική πλευρά του κτιρίου της Λιμενικής υπηρεσίας καθότανε ένα ζευγάρι με δύο μπόγους μπροστά του. Ήταν κάπως μπασμένοι στα χρόνια, με πρόσωπα χαλκόχρωμα· για τσιγγάνους τους πέρασα.

Σε μια στιγμή, κάτι μ’ ακούμπησε ελαφρά στον ώμο. Δυό γλυκά ήμερα ματάκια, που έλαμπαν σε μελαχρινό προσωπάκι, με κοίταζαν προσεκτικά. Μηχανικά, έτσι για να κάνω κάτι, μετακίνησα την ψάθα στο κεφάλι. Δεν μου αρέσει να μ’ ενοχλούν όταν ψαρεύω, γι’ αυτό το κοίταξα με προσποιητή αυστηρότητα, μπας και αποθαρρυνθεί και φύγει.

Τσιμπάει; Τσιμπάει; Με ρώτησε.

Και δεύτερη απόπειρα να το στείλω από κει που ‘ρθε: Τι σε νοιάζει βρε αν τσιμπάει ή όχι; Εμένα γιοκ νοιάζει, έτσι ρωτάει εγκώ.

Το παράπονο που χαράχτηκε στο πρόσωπό του μ’ έκανε να ντραπώ. Πιάσαμε κουβέντα, τα ελληνικά του πενιχρά, ανακατεμένα με τούρκικες λέξεις. Ήξερα από διαβάσματα κάποιες σκόρπιες λέξεις. Το ρώτησα πως βρέθηκε εδώ. Κατάλαβα πως ήθελε ν’ αποφύγει την απάντηση, γι’ αυτό με ρώτησε:

Εσύ γιοκ γιουρουλντούμ (δεν κουράστηκες) δώσει εμένα ψαρέψει λίγο; Αν δεν φοβόμουνα μήπως τον πάρει το κεφάλι του , θα του ‘δινα, τόσο πολύ κέρδισε τη συμπάθεια μου. Πως σε λένε; Ρώτησα. Εμένα όνομα Ισμαήλ. Εγκώ Τούρκο. Κι αμέσως ένας στεναγμός , λες κι ήτανε μεγάλος. «Τούρκε σεκέρ» (Γλυκειά). Με την ερώτησή μου αν είναι μόνος, γύρισε και μου ‘δειξε προς τη σκιά, εκεί που καθότανε ένα ζευγάρι και μας κοίταζε. Πρόσεξα πως είχανε στυλώσει τα μάτια τους επάνω μας. Ο άντρας κάπνιζε, σε μια στιγμή μας έστειλε αν χαμόγελο. Αδόκητα με πήρε το χαμόγελο και μένα. Βρέθηκα δίπλα μας σε χρόνο μηδέν. «Ισμαήλ Τζιέριμ (σπλάχνο μου) πειράζει κύριο;»

Ένοιωσα πως αυτή η διγλωσσία, ήτανε το σκοινί που μου πέταξε, για να πιαστώ και να περάσω προς εκείνον. Πηδώντας πάνω από το κανάλι της προκατάληψης και της ψευτιάς. «Καλό ογλάν Ισμαήλ!», πετάχτηκα για νου του δώσω θάρρος. Ασκολσούν! (Μπράβο) είπε και με κοίταξε κατάματα. Σε λίγο καπνίζαμε και μιλούσαμε. Τον λέγανε Μουζαφέρ, τα ελληνικά του κάτω του μετρίου.

Εντώ τουρίστα … μου εξήγησε. Κάθε φορά που ερχότανε η κουβέντα μας «στο Τούρκε», φούσκωνε στα στήθια του ένας στεναγμός. Ήτανε βαθύς, τόσο βαθύς σαν το κανάλι που μας χώρισε η ιστορία του παρελθόντος. Ένας στεναγμός σαν αυτόν που εμείς οι γείτονες μπορούμε και βγάζουμε. Εμείς οι καταπιεσμένοι, οι «κοπιώντες και πεφορτισμένοι». Που κατάφεραν να μας χωρίσουν οι εχθροί μας Τούρκοι – Ρωμιοί, με την … βοήθεια των κυριάρχων της κάθε εποχής.

Κι ας είμαστε αρκαντάς, δηλαδή Αδέρφια.

Αυτή τη μεγάλη κουβέντα, μου ‘πε ο Μουζαφέρ. Το καράβι άνοιξε ωστόσο, είχαν αρχίσει να φτάνουν αμάξια κι επιβάτες. Ο αρκαντάς Μουζαφέρ άπλωσε τα χέρια του που ‘σμιξαν με τα δικά μου σ’ ένα εγκάρδιο αποχαιρετισμό. Ο Ισμαήλ Ογλάν δεν κρατιότανε κοιτάζοντας την κίνηση και τον κόσμο. Όπως το κρατούσε ο πατέρας , πήδαγε χαρούμενα. Η γυναίκα που μας κοίταζε από τη σκιά, χαμογέλασε κι έσκυψε αλαφρά το κεφάλι. Ύστερα σήκωσε ένα μπόγο κι άρχισε να πλησιάζει τις σκάλες του καραβιού. Σε λίγο , μου γνέφανε κι οι τρείς με το χέρι,, από τα παραπέτα του καραβιού.

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κοινοποιήστε:

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ | Φωτός

Του Μανώλη Βεληβασάκη, Προέδρου ΠΣΚ Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες...

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Του Αιμίλιου Δασύρα | Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα...

Έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι...