Θεωρίες για την καταγωγή των Ελλήνων

Date:

Η Ελλάδα γεωγραφικά βρίσκεται στο Νότιο μέρος των Βαλκανίων, στο σταυροδρόμι ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, και το γεγονός αυτό θεωρητικά επιτρέπει την είσοδο πληθυσμών δια της ξηράς από την Κεντρική Βαλκανική και τη Μικρά Ασία και δια θαλάσσης από τη Μικρά Ασία, τη Βόρεια Αφρική και την Ιταλία.
Όσα σχετικά γνωρίζαμε μέχρι σήμερα για την καταγωγή των Ελλήνων βασίζονταν σε στοιχεία αρχαίων Ελληνικών μύθων και παραδόσεων, αλλά και σε ιστορικά, αρχαιολογικά, γλωσσολογικά και ανθρωπολογικά δεδομένα. Με βάση αυτά τα στοιχεία, έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες για την καταγωγή των Ελλήνων.

Α) Η μυθολογική εκδοχή της καταγωγής των Ελλήνων. Η θεωρία της αυτοχθονίας. Οι αρχαίοι Έλληνες για να εξηγήσουν την καταγωγή τους έπλασαν μύθους, τους οποίους με ποικίλους τρόπους συνέδεσαν με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον τους. Οι μύθοι αυτοί, γνωστοί σε εμάς από έργα επώνυμων ποιητών ή μυθογράφων, αναφέρονται στην καταγωγή των Ελλήνων, στις μεταναστεύσεις των ελληνικών «φύλων» και στην πορεία τους προς τον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας.631. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί αυτό που διατύπωσε ο Καθηγητής Ιωάννης Κακριδής στην Ελληνική Μυθολογία της Εκδοτικής Αθηνών: «Για τους Έλληνες, ως το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. η Μυθολογία είναι η πραγματική ιστορία των απόμακρων προγόνων μας».

Κατά τους ανθρωπογονικούς μύθους (Εικ.4.1) των Ελλήνων (Ησίοδος*1 Έργα και Ημέραι) οι θεοί έπλαθαν κάθε φορά ανθρώπους από διάφορα υλικά, π.χ. από χώμα, χρυσό, άργυρο, χαλκό ή σίδηρο. Κατά τις τοπικές ανθρωπογονίες, οι πρώτοι άνθρωποι είχαν φυτρώσει μόνοι τους στη γη, όπως ο ιδρυτής της πόλης των Αθηνών Κέκροπας, ο γενάρχης των Πελασγών της Πελοποννήσου και Βασιλιάς του Άργους Φορωνέας και οι Θεσσαλοί από τις πέτρες «λιθάρια» που έριχναν πίσω τους ο Δευκαλίων και η Πύρρα. Οι Αθηναίοι δηλ. και οι κάτοικοι άλλων περιοχών τόνιζαν την αυτόχθονη καταγωγή τους με μύθους, όπως του Κέκροπα ή του Εριχθόνιου, οι οποίοι ήταν νοητοί ως γεννήματα της γης. Ως εκ τούτου αρχαίοι Έλληνες υποστήριζαν τη θεωρία της αυτοχθονίας.

Σύμφωνα λοιπόν με τον καταγωγικό μύθο περί των Ελλήνων, ο Δευκαλίων και η Πύρρα ήταν οι μόνοι που επέζησαν από τον μυθικό κατακλυσμό. Η μυθολογική δηλ. εκδοχή της καταγωγής των Ελλήνων έχει συσχετιστεί με τον ανθρωπογονικό μύθο του Δευκαλίωνα, δηλ. με τη δημιουργία της πρώτης ανθρώπινης κοινωνίας ύστερα από τον κατακλυσμό. Σύμφωνα με αυτόν, ο Δευκαλίων και η Πύρρα απέκτησαν τον Έλληνα, τον Αμφικτύωνα, την Πρωτογένεια, τη Μελανθώ, την Θυία και την Πανδώρα. Ο πρωτότοκος γιός τους, ο Έλλην, έγινε ο γενάρχης των Ελλήνων. Από τον γενάρχη Έλληνα και τη νύμφη Ορσηίδα γεννήθηκαν τρεις γιοί, ο Αίολος (προπάτορας των Αιολέων), ο Δώρος (προπάτορας των Δωριέων) και ο Ξούθος. Ο Ξούθος βασίλευσε στην Πελοπόννησο, απέκτησε από την Κρέουσα δύο γιούς, τον Αχαιό και τον Ίωνα, από τους οποίους οι Αχαιοί και οι Ίωνες πήραν τα ονόματά τους. Ο Αίολος βασίλεψε στη Θεσσαλία, ενώ ο Δώρος, πήρε τη χώρα την αντίπερα της Πελοποννήσου, τις περιοχές ανατολικά του Παρνασσού. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ησίοδο, η Θυία ζευγαρωμένη επίσης με τον Δία έφερε στον κόσμο τον Μάγνητα και τον Μακεδόνα. 631 Η κάθοδος των Δωριέων έχει αποτυπωθεί στη μυθική παράδοση με τους μύθους της Καθόδου (επανόδου) των Ηρακλειδών και της διασποράς των απογόνων τους.

Β) Η Θεωρία της Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. Η θεωρία της Ινδοευρωπαϊκής καταγωγής βασίστηκε κυρίως σε στοιχεία της συγκριτικής γλωσσολογίας. Σύμφωνα με τον Σακελλαρίου 633 οι Ινδοευρωπαίοι ορίζονται πρωταρχικά ως οι χρήστες της Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Δηλαδή, ο όρος έχει περιεχόμενο όχι μόνο γλωσσικό, αλλά και φυλετικό / ανθρωπολογικό ή και πολιτιστικό. Αντίθετα, κατά τον ColinRenfrew,410,411 ο όρος Ινδοευρωπαϊκός αναφέρεται αποκλειστικά σε μια οικογένεια γλωσσών. Οπότε, ο όρος Ινδοευρωπαίοι περιγράφει τη γλωσσική ταυτότητα των ανθρώπων αυτών, αφού η εθνική, φυλετική ή πολιτιστική τους ομαδοποίηση δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τη γλωσσική. Περαιτέρω, κατά τον Καθηγητή Ξηροτύρη,620 είναι προφανές ότι ομιλούμενη γλώσσα χωρίς ανθρώπους να την ομιλούν είναι ακατανόητο εφεύρημα. Άρα θα πρέπει να υποθέσει κάποιος ότι πληθυσμιακές ομάδες που χρησιμοποιούν συγγενικές γλώσσες θα πρέπει να είχαν κάποιους μακρινούς προγόνους, οι οποίοι θα ομιλούσαν την αρχική, κοινή, προγονική μορφή της γλώσσας αυτής. Το ότι ο αρχικός πληθυσμός, ο οποίος ομιλούσε την προγονική Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα προφανώς θα περιοριζόταν σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή είναι γενικά αποδεκτό.

Παρά τις επισταμένες έρευνες, οι επιστήμονες δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν την αφετηρία της εξάπλωσης, δηλαδή την κοιτίδα τους, και τον ακριβή χρόνο καταγωγής των Πρωτοϊνδοευρωπαίων προτού διασπαρούν στον τεράστιο γεωγραφικό χώρο που καλύπτουν, που απλώνεται από την Ισλανδία ως την Ινδία.184 Οι θεωρίες που διατυπώθηκαν τοποθετούν ως περιοχή καταγωγής της προ – Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας την Κεντρική Ευρώπη, την Ουκρανία, τα Βαλκάνια, τις στέπες της Κεντρικής Ασίας, την Εγγύς Ανατολή, ακόμη και τη Βόρεια Ινδία, 320 ενώ το εύρος της ηλικίας δημιουργίας της κυμαίνεται από 4.000 μέχρι 23.000 χρόνια. Από τις πολλές θεωρίες που διατυπώθηκαν, 184 θα συζητήσουμε τρεις όσον αφορά την κοιτίδα και τη χρονολογία της Ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας. Για τους Έλληνες, ειδικά, θα θέλαμε να γνωρίζουμε πότε αυτοί που ονομάστηκαν Έλληνες, διαφοροποιήθηκαν από τον αρχικό Ινδοευρωπαϊκό πυρήνα.

Βα) Η θεωρία της Παλαιολιθικής συνέχειας. Δέχεται ότι η Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών (π.χ. Ελληνικά, Ιταλικά, Σλαβικά) έχει ως κοιτίδα την Ευρώπη και έχει συνεχή παρουσία και εξέλιξη από την Παλαιολιθική εποχή. Βασίζεται στη σύνθεση των αποτελεσμάτων αρκετών γλωσσολογικών και αρχαιολογικών μελετών, καθώς και στην τεράστια Ευρασιατική γεωγραφική της εξάπλωση. Ο Γιαννόπουλος 581 π.χ. προκρίνει μια εκδοχή παλαιολιθικής συνέχειας για τις γλώσσες της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής. Η βασική αντίρρηση στη θεωρία της παλαιολιθικής συνέχειας της γλώσσας – ακόμη και αν είναι ορθή – είναι η χρονική κλίμακα, μια και «οι αλλαγές στις γλώσσες είναι τόσο γρήγορες και αδυσώπητες που οι δυνατότητες της ιστορικοσυγκριτικής μεθοδολογίας έχουν χρονικό κατώφλι τα 8.000 έως 9.000 χρόνια, πέρα από το οποίο τα ίχνη της γενετικής συγγένειάς τους χάνονται» .137,234 Με απλά λόγια, η γλωσσολογία μπορεί να ιχνηλατήσει γεγονότα που συνέβησαν μέχρι πριν από 9.000 – 8.000 χρόνια, δηλαδή ίσως μέχρι την αφετηρία της Νεολιθικής εποχής. Η παλαιολιθική δηλ. καταγωγή των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δίνει στην εξέλιξή τους παράλογα μεγάλη ιστορική διάρκεια.

Ββ) Η θεωρία Κουργκάν της MarijaGimpoutas.*2 Προτάθηκε με βάση τεκμήρια από τη γεωγραφική διάδοση φυτών και ζώων που έχουν ίδια ονόματα σε διάφορες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, γλωσσολογικά στοιχεία (ομοιότητες που διαπιστώθηκαν στις γλώσσες των αντίστοιχων περιοχών), αλλά και στοιχεία πολιτισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία της Λιθουανικής καταγωγής αρχαιολόγου MarijaGimbutas179 (Μαρία Γκίμπουτας), οι πρώτοι ομιλητές της Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας ήταν ημινομαδικός λαός, ποιμένες, πολεμιστές – ιππείς που έκτιζαν θολωτούς τάφους (ταφικούς τύμβους), τα Κουργκάν, και η υποτιθέμενη κοιτίδα τους ήταν στην περιοχή του Βόρειου Πόντου, στις στέπες της Νότιας Ρωσίας – Ουκρανίας και του Ανατολικού Καζακστάν. Στους περισσότερους τύμβους βρίσκονται θαμμένοι ένας άνδρας με το άλογό του. Ο πολιτισμός των τύμβων αναπτύχθηκε 320 γύρω στο 5.000 π.Χ. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, η εξημέρωση του αλόγου και η χρήση οχημάτων με τροχούς, δηλ. πολεμικών αρμάτων, έδωσε μεγάλη κινητικότητα στους πληθυσμούς αυτούς και έτσι εξαπλώθηκαν μεταφέροντας μαζί τους και τη γλώσσα τους. Από τις στέπες της σημερινής Ουκρανίας εισέβαλλαν οι πολεμιστές – καβαλάρηδες πριν από 5.000/4.500 χρόνια και επεκτάθηκαν προς τις υπόλοιπες περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, αλλά και Ανατολικά προς την Κεντρική Ασία, την Ινδία και την Ανατολία, καθώς επίσης στη ΝΑ Ευρώπη, τη Βαλκανική χερσόνησο, και τελικά έφθασαν στην Ελλάδα γύρω στο 2.200 π.Χ. Κατά συνέπεια, η Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών δεν πρέπει να έχει ηλικία παλαιότερη από το 6.000 π.Χ. Αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες που ήταν φορείς του πολιτισμού των τύμβων, ήρθαν σε επαφή με πρωτοελληνικά φύλλα Μεσογειακού τύπου, και μάλιστα αφομοίωσαν τους παλαιότερους κατοίκους γλωσσικά και πολιτισμικά, για να προκύψουν τα ελληνικά «φύλα» των ιστορικών χρόνων, δηλαδή οι Αιολείς, οι Ίωνες, οι Δωριείς, καθώς και οι αντίστοιχες διάλεκτοι (Αιολική , Ιωνική, Δωρική). Αυτή η θεωρία έχει επισύρει επιδοκιμασίες, αλλά και σοβαρές επικρίσεις. Η θεωρία αυτή π.χ. δεν μπορεί να συμπεριλάβει αρχαίους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, π.χ. Χετταίους, οι οποίοι ομιλούσαν Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν ύπαρξη προγενέστερη από το 5.500 π.Χ. Η απουσία μάλιστα συσχέτισης ανάμεσα στα γενετικά και τα γλωσσικά δεδομένα δεν υποστηρίζει την προέλευση των φορέων – ομιλητών της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών από τις στέπες της Νότιας Ρωσίας – Ουκρανίας. 483 Επιπρόσθετα, κατά τους Renfrew413 και Κριμπά 604 δεν υπάρχουν αρχαιολογικά και σκελετικά ευρήματα που να τεκμηριώνουν τέτοιες πληθυσμιακές μετακινήσεις τόσο στον Ελλαδικό γεωγραφικό χώρο, όσο και στην Βαλκανική χερσόνησο, οπότε η υπόθεση της εισβολής είναι τουλάχιστον αναξιόπιστη. Παρά την ευρεία διάδοσή και δημοφιλία της, η θεωρία αυτή δεν στηρίζεται σε στέρεες πηγές και πρέπει να απορριφθεί.630

Βγ) Η θεωρία της Ανατολίας (γλώσσας – γεωργίας) του αρχαιολόγου C. Renfrew για την καταγωγή και διασπορά των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Βάση της θεωρίας του ColinRenfrew410-413,417 (Κόλιν Ρένφριου) – σπουδαίου ερευνητή – αρχαιολόγου της προϊστορίας του Αιγαίου – αποτέλεσαν οι εργασίες του L. Cavalli– Sforza και συνεργατών του 382 για τον τρόπο εξάπλωσης νεολιθικών πληθυσμιακών γεωργοκτηνοτροφικών ομάδων από την περιοχή της Εύφορης ημισελήνου της Εγγύς Ανατολής, αρχικά προς την ευρύτερη περιοχή της Ανατολίας και των ακτών της Δυτικής Ασίας και αργότερα και στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις ραδιοχρονολογήσεις νεολιθικών οικισμών και τη σημερινή κατανομή γενετικών δεικτών και γλωσσών. Έτσι ο Renfrew συνδυάζοντας αρχαιολογικά, γλωσσικά και γενετικά δεδομένα προτείνει ως αληθοφανέστερη υπόθεση ότι η Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα πρωτομιλήθηκε στην Ανατολία πριν από 10.000 έως 9.000 χρόνια και από εκεί εξαπλώθηκε στην Ευρώπη με τους νεολιθικούς γεωργούς που έφθασαν στην ήπειρο. Δηλαδή, οι νεολιθικοί γεωργοί της Ανατολίας ήταν οι Πρωτοϊνδοευρωπαίοι που έφεραν την Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα στις κοινότητες που ίδρυσαν πρωτα στην Κύπρο και στον ελλαδικό γεωγραφικό χώρο γύρω στο 8.000/7.000 π.Χ. και τη μετέδωσαν με όπλο τη νέα τεχνολογία στους τοπικούς πληθυσμούς. 385,410 Παράλληλα, καθώς οι απόγονοι των πρώτων γεωργών μετακινούνται από την Ελλάδα προς τη βόρεια Βαλκανική, την Κεντρική, τη Βόρεια, την Ανατολική, καθώς και τη Δυτική Ευρώπη, και από την Ανατολία ανατολικότερα μέχρι και την Ινδία, η Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών διαφοροποιείται σε μεταγενέστερες γλώσσες , π.χ. της πρωτοελληνικής, πρωτοϊταλικής, πρωτοκελτικής, κλπ. Η θεωρία αυτή, επικαλύπτει την υπόθεση Κουργκάν, μια και πληθυσμοί της Ανατολίας, που μιλούν Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλώσσών, μετακινούνται προς τη ΒΑ Ευρώπη και αργότερα προς τα Νότια, όπου ανταμώνουν με αυτούς που εξαπλώνονταν από τη ΝΑ Ευρώπη. Επιπρόσθετα, η θεωρία αυτή διευρύνει τα χρονιά όρια της διασποράς των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών κατά τουλάχιστον 2.000 χρόνια από την προηγούμενη θεωρία. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία – της συνεξάπλωσης γλώσσας και νεολιθικών γεωργών στην Ευρώπη – η διαδικασία διασποράς και διαχωρισμού των επιμέρους ΙνδοευρωπαΪκών γλωσσών έχει τις απαρχές της τουλάχιστον 8.500 και πλέον χρόνια πριν από την εποχή μας. Παρά τους εύλογους προβληματισμούς για την αξιοπιστία των γλωσσολογικών χρονολογήσεων, η αποδοχή ενός τέτοιου χρονικού βάθους για την εξέλιξη των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών επιβεβαιώνεται από πρόσφατες γλωσσολογικές μελέτες.

Ειδικότερα, πρόσφατη μελέτη – που βασίστηκε σε φυλογεωργραφική ταξινόμηση και στοιχεία λεξιλογίου από 103 αρχαίες και ομιλούμενες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες – προσέθεσε πειστικά στοιχεία για την ορθότητα της θεωρίας της Ανατολίας σε σχέση με αυτήν της υπόθεσης Κουργκάν, 60 δηλαδή ότι οι Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εξαπλώθηκαν από την Ανατολία με την επέκταση των γεωργών πριν από 11.000 έως 9.000 χρόνια. Νωρίτερα, η υπόθεση της Ανατολίας είχε υποστηριχθεί (Εικ.4.2) από γλωσσο-χρονολογικές μελέτες.183,184 Ειδικότερα, από το γράφημα του γλωσσολογικού οικογενειακού δένδρου προκύπτει ότι η κοινή ρίζα της ΙνδοευρωπαΪκής γλωσσικής οικογένειας χρονολογείται γύρω στο 8.700 π.Χ., κάτι που υποστηρίζει την υπόθεση της Ανατολίας (Εικ. 4.2). Σύμφωνα με την πρόταση των ερευνητών , 184 υπήρξε μια αρχική μετακίνηση των νεολιθικών γεωργών από την Ανατολία γύρω στο 8.700 π.Χ. και ως εκ τούτου και διάδοση της Ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Έπειτα, ακολούθησε η διαδικασία διαφοροποίησης της ανάμεσα στο 7.000 και 6.000 π.Χ. στην περιοχή της Νότιας Ρωσίας και της Ουκρανίας. Αυτό σημαίνει ότι η άποψη που εκφράζεται από πολλούς γλωσσολόγους ότι η Ινδοευρωπαϊκή ομοταξία γλωσσών έχει ηλικία περίπου 6.000 ετών θα μπορούσε να είναι ορθή για την πλειονότητα των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, αλλά όχι για τις γλώσσες που έχουν βαθύτερες χρονολογικές ρίζες. Σε αυτές περιλαμβάνονται , η Ελληνική και η Αρμενική που είναι από τις αρχαιότερες γλώσσες του κόσμου (Εικ. 4.2) που εξακολουθούν να μιλιούνται από τη Νεολιθική εποχή μέχρι σήμερα.183 Κατά τους Grayetal.184 και τον αρχαιολόγο ColinRenfrew410 η προφορική Ελληνική γλώσσα άρχισε να διαμορφώνεται στον ελλαδικό γεωγραφικό χώρο πριν από 6.500 χρόνια. Μάλιστα, κατά τον Ομότιμο Καθηγητή Γλωσσολογίας Γεώργιο Μπαμπινιώτη ο γραπτός τρόπος απόδοσης της Ελληνικής γλώσσας άρχισε πριν από 4 έως 4,5 περίπου χιλιάδες χρόνια, ενώ ο Ακαδημαϊκός Α. Κουνάδης σημειώνει πως η ζωντανή και ιστορική Ελληνική γλώσσα θεωρείται «ως ανεκτίμητης αξίας στοιχείο του παγκόσμιου πολιτισμού».

Γ) Η Αφροκεντρική θεωρία. Η Αφροκεντρική θεωρία υποστηρίζει ότι πληθυσμιακές ομάδες από την Αφρική εποίκησαν την Ελλάδα κατά την προϊστορία.54 Σύμφωνα με αυτή, ο πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδας ήταν το αποτέλεσμα Αιγυπτιακού και Φοινικικού εποικισμού κατά την δεύτερη χιλιετία π.Χ. Η θεωρία (υπόθεση) αυτή έχει απορριφθεί από τα αποτελέσματα δεκάδων μελετών πληθυσμιακής γενετικής (Βλέπε Υποκ. 6.4).

Στα επόμενα κεφάλαια θα δούμε τα δεδομένα που προσφέρει η γενετική ανάλυση για Έλληνες, αλλά και υπόλοιπους Ευρωπαίους , και πως αυτά φωτίζουν τη γενετική ιστορία μας.

 

* (1) Ησίοδος. Αρχαίος ποιητής που γεννήθηκε στη Βοιωτία την περίοδο από 800 π.Χ. έως 700 π.Χ. Στο έργο του «Θεογονία» κατέγραψε τις δοξασίες για τη δημιουργία του κόσμου και αποτύπωσε τα γενεαλογικά δένδρα των Θεών (Εικλ 4.1) Το ποίημά του αποτελεί μια προσπάθεια να κατανοήσουμε το σύμπαν ως αποτέλεσμα γενεαλογικών εξελίξεων

* 2 Στην Ελλάδα κύριος εκφραστής της θεωρίας των Κουργκάν είναι ο Μιχαήλ Σακελλαρίου.632,633

Από το βιβλίο: «Η Γενετική Ιστορία της Ελλάδας. Το DNA των Ελλήνων» του Κων/νου Τριανταφυλλίδη Ομότιμου Καθηγητή Γενετικής και Γενετικής του Ανθρώπου του Α.Π.Θ.

Για την αντιγραφή Χαράλ. Γερ. Γεωργιλάς.

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κοινοποιήστε:

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ | Φωτός

Του Μανώλη Βεληβασάκη, Προέδρου ΠΣΚ Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες...

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Του Αιμίλιου Δασύρα | Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα...

Έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι...