Το κάθε δέντρο έχει την ιστορία του – «Η Στέλλα και ο ευκάλυπτος έξω απ’ το κτήμα του Ψαρομήλιγγα»

Date:

Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα εκεί γύρω στο 1956 ίσως 57, δεν θυμάμαι ακριβώς. Ήμουν πολύ μικρή, δεν πήγαινα ακόμα δημοτικό. Και το Νικάκι της Στέλλας –το μοναχοπαίδι της τότε –ήταν ένα χρόνο μικρότερό μου. Στην ηλικία της αδελφής μου. παίζαμε μαζί. Το Νικάκι, η αδελφή μου, εγώ, τα ξαδέλφια μας Στέφανος και Αντώνης. Οι αυλές μας ήταν ένα. Χωρίς περίφραξη. Της γιαγιάς ειδικά με της Στέλλας την αυλή ήταν συνεχόμενες (νοίκιαζε τότε στου Ψαρομήλιγγα).

Έφτιαχναν όλες οι γυναίκες μαζί τα κουλούρια του Πάσχα. Χαρές εμείς που παίζαμε ελεύθερα. Χωρίς επιτήρηση. Βρίσκαμε τα «πλατειά μας» όπως έλεγε η μαμά μου. η γιαγιά μου, Άννα, η Στέλλα, η θεία η Αθηνά, η μαμά μου Αρτεμισία, η θεία Χαρά, η θεία η Μπέμπα. Αγαπημένα πρόσωπα που ήταν η χαρούμενη παιδική μου ζωή και που δεν υπάρχουν πια. Μόνο η θεία η Μπέμπα (Ιώ) ζει.

Ζύμωναν και έπλαθαν τα κουλούρια στο σπίτι της γιαγιάς. Ψαράκια, πλεξούδες, σαλιγγάρια διάφορα σχήματα έφτιαχναν όλες μαζί. Η κάθε μια έβαζε τη φαντασία της και δημιουργούσαν. Γέλια και χαρές για κάθε έργο τέχνης όπως έλεγαν με θαυμασμό.

Και έπειτα, έπαιρναν τις λαμαρίνες, τις έβαζαν στα κεφάλια τους ή στη μέση τους και περνούσαν το μονοπάτι μέσα απ’ τις ελιές του Μάνο, και πήγαιναν στον φούρνο στην Παρηγοριά και τα έψηναν. Τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες και οι ξυλόφουρνοι που είχαν δεν έκαναν για τα γλυκά. Έτσι λοιπόν κουραμπιέδες, φοινίκια, μπακλαβάδες τα Χριστούγεννα και κουλουράκια, τσουρέκια το Πάσχα τα πήγαιναν στον Επαγγελματικό φούρνο στην Παρηγοριά. Ξοπίσω εμείς! Τρέχαμε και παίζαμε! Περιμέναμε στο φούρνο να ψηθούν τα γλυκά και γυρνούσαμε φορτωμένοι πίσω.

Εκείνο το Πάσχα όμως η χαρά μας δεν το ‘φτασε. Μόνο η θλίψη και τα δάκρυα. Τα κουλουράκια στην επιστροφή τα μοιραζόταν. Η Στέλλα πήρε τα δικά της και τα έβαλε πάνω στο σερβάν να κρυώσουν για να τα φυλάξει. Οι γυναίκες ήταν όλες μαζί, δίπλα, στο σπίτι της γιαγιάς μου και μεις παίζαμε στην αυλή. Η μυρωδιά των κουλουριών μας έσπαγε τη μύτη. Ήταν τόσο ωραία. Τα σχήματά τους. Πήγαμε στο σερβάν και τα χαζεύαμε. Απαγορευόταν να φάμε. Μόνο το Πάσχα. Μετά που θα μεταλαβαίναμε. Μα εμείς κρυφά φάγαμε. Ήταν τόσο νόστιμα. Δεν παίρναμε απ’ το ξένο σπίτι εμείς, τα κουλούρια γιατί θα ήταν κλεψιά έτσι λέγαμε αλλά μας τα ‘φερνε στην αυλή το Νικάκι και τα τρώγαμε όλα τα παιδιά μαζί.

Όμως κάποιος θόρυβος τρόμαξε το παιδί που κατάπιε το κουλούρι και πνίγηκε. Ίσως. Ο γιατρός είπε καρδιά. Ο άγγελος με τα ξανθά μαλλιά και τις δύο μπούκλες πάνω απ’ το μέτωπο, με τα γκρίζα μάτια, το Νικάκι, το μοναχοπαίδι τότε της Στέλλας, πέθανε!

Θρήνος, φωνές, κλάμματα! – Τι έπαθε μαμά το Νικάκι; Γιατί κλαίτε, τι έπαθε; Τι πάει να πει πέθανε; Ρωτούσα τη μάνα μου. εσύ δεν μου ‘λεγες πως τα μικρά παιδιά δεν πεθαίνουν; Τώρα, τι πάει να πει πέθανε;

Η Στέλλα αλαφιασμένη, το άρπαξε, το γύρισε ανάποδα, το χτύπησε, μετά το φύσαγε στο στόμα, μετά το πήρε στην αγκαλιά της και έτρεχε.

– Ένα γιατρό, βοήθεια, το παιδί μου, ένα γιατρό!

Τότε δεν κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα. Πίσω απ’ την Στέλλα, τρέχαν όλοι. Στο βάθος του δρόμου, στην Μοναχή Ελιά, φάνηκε ένα φορτηγό. Η Στέλλα έτρεχε προς το μέρος του. Το αυτοκίνητο την έφτασε έξω απ’ τον ευκάλυπτο που είναι μπροστά στο κτήμα του Ψαρομήλιγγα. Σταμάτησε.

– Βοήθεια, το παιδί μου, πήγαινέ με στο Νοσοκομείο. Ένα γιατρό, γρήγορα, σε παρακαλώ! Βοήθεια!

Αλλά αυτός ο άθλιος είπε πως το παιδί είναι νεκρό και πως βιάζεται μη χάσει το καράβι. Και έφυγε.

Δεν την βοήθησε!

Η Στέλλα λιποθύμησε. Αλλά δεν άφηνε το παιδί απ’ τα χέρια της. Ακούμπησε το κορμί της πάνω στον ευκάλυπτο. Έτσι κρατήθηκε με το παιδί στην αγκαλιά, λιπόθυμη μέχρι που άλλο αυτοκίνητο τους πήγε στο Νοσοκομείο όπου πιστοποιήθηκε ο θάνατος του μικρού αγγέλου που πέθανε 3 μέρες πριν το Πάσχα!

Η Στέλλα από τότε δεν άφηνε να πειράξουν τους ευκαλύπτους. Το δέντρο με λυπήθηκε έλεγε. Όταν συνεργεία πήγαιναν να τους κόψουν η Στέλλα τους έδιωχνε, ξεσήκωνε τους παλιούς γειτόνους που αγαπούσαν αυτά τα δέντρα μ’ έπαιρνε τηλέφωνο: «Αννούλα τρέξτε, κόβουν τα δέντρα»

Την αγαπούσαμε την Στέλλα!

Κατά μια τραγική σύμπτωση μέρες του Πάσχα, πέθανε το Νικάκι, τρεις μέρες μετά το Πάσχα, πέρισυ, πέθανε και η Στέλλα. Η όμορφη γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά της νιότης και τα γκρίζα μάτια.

Ηλικιωμένη πιά!

Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη

Υστερογ.: Ο ευκάλυπτος που στον κορμό του κρατήθηκε η Στέλλα είναι ένας από αυτούς που καρατόμησαν στην Λεωφόρο Καζαντζάκη

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κοινοποιήστε:

Εγγραφείτε

spot_imgspot_img

Δημοφιλή

Περισσότερα σαν αυτό
Related

Φόρος τιμής στους πρωτοπόρους Έλληνες μετανάστες στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ | Φωτός

Του Μανώλη Βεληβασάκη, Προέδρου ΠΣΚ Πριν από ενάμιση αιώνα, Αμερικανοί πολίτες...

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

Του Αιμίλιου Δασύρα | Έχετε προσέξει ότι τα κάλαντα...

Έθιμα των Χριστουγέννων στην Κρήτη

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι...